-
81 автоматный
επ.του αυτόματου•-ая очередь ριπή αυτόματου (όπλου).
-
82 мгновение
-я ουδ.στιγμή•на мгновение στη στιγμή, στο μομέντο.
|| καιρός, χρόνος.εκφρ.в одно мгновение – πάραυτα, αυτοστιγμεί, ακαριαία•в мгновение ока – εν ριπή οφθαλμού•в то же мгновение – την ίδια; στιγμή, ταυτόχρονα. -
83 мигнуть
ρ.σ.βλ. мигать.εκφρ.не успеть (глазом) мигнуть – στη στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού (стоит) только мигнуть αρκεί μόνο να του κλείσεις το μάτι ή να του κάνεις νεύμα με τό μάτι (αμέσως εκτελεί). -
84 мигом
επίρ.στη στιγμή, αυτοστιγμεί, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού. -
85 моргнуть
ρ.σ.βλ. моргать.εκφρ.глазом не моргнуть – δε σηκώνω; κεφάλι, εργάζομαι εντατικά•не -ув глазом – αδυσκόλευτα• χωρίς πολλή σκέψη•не успеть (и) глазом моргнуть – στηι στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού. -
86 око
-а, πλθ. очи, очейουδ. παλ.μάτι, οφθαλμός.εκφρ.око за око – οφθαλμόν αντί οφθαλμού•в мгновение ока – εν ριπή οφθαλμού. -
87 порыв
-
88 снять
сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, φτάνω•снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•
пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.
|| βγάζω, αφαιρώ•снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•
снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•
снять пальто βγάζω το πανωφόρι•
снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•
снять туфли βγάζω τα παπούτσια•
снять грим βγάζω το μακιγιάζ•
шкуру γδέρνω.
2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•
снять осаду λύνω την πολιορκία•
снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•
снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.
|| απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,
3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•снять урожай μαζεύω τη σοδειά•
снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.
4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-νεύω• παίρνω•снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.
5. διώχνω, κατεβάζω•снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.
6. απολύω, παύω• απομακρύνω•снять с работы απολύω από τη δουλειά.
7. αποσύρω•снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.
8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•снять копию βγάζω αντίγραφο•
фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.
9. τραβώ, φωτογραφίζω•снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•
снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.
10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•снять дачу νοικιάζω έπαυλη.
11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).εκφρ.голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•снять подряд на что – βλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.
2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.
4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.7. φωτογραφίζομαι.εκφρ.снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά. -
89 строчка
-
90 εὔριπος
εὔρῑπος, ὁ,A any strait or narrow sea, where the flux and reflux is violent, X.HG1.6.22, Arist.HA 544a21, 548a9, Mu. 396a25; esp. the strait which separates Euboea from Boeotia, h.Ap.222, Hdt.5.77, etc., cf. Str.9.2.8: prov. of an unstable, weak-minded person (cf. Poll.6.121),πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin.3.90
;μεταρρεῖ ὥσπερ Εὔριπος Arist.EN 1167b7
;ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch.
ap. Stob.4.44.81;Εὔριποι γενόμενοι Lib.Ep. 907
.II generally, canal, ditch, etc., SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.), Babr.120.2, AP14.135.2 (Metrod.), D.H.3.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔριπος
-
91 πολυστρόφαλιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστρόφαλιγξ
-
92 στείχω
Aστίχῃ Hdt.1.9
(v.l. στείχῃ): [dialect] Ep. [tense] impf.στεῖχον Il.9.86
, etc.: [tense] aor. 1 ἔστειξα (only in compd.περίστειξας Od.4.277
): [tense] aor. 2ἔστῐχον Il.16.258
, Call.Del. 153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by [dialect] Ep., Lyr., Trag. (also [dialect] Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in [dialect] Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context,a of motion to or towards,πρὸς οὐρανόν Od.11.17
;ποτὶ πύργους A.Th. 297
(lyr.);πρὸς δόμους Id.Ag. 1657
(troch.);πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97
;στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2
(anap.);ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9
; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204;ἀνὰ ἄστυ 7.72
;δι' ἄστεως A.Supp. 496
; ;ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp. 1366
(anap.);θύραζε Od.9.418
; ; : c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr. 708, Supp. 955, S.OC 643: abs., Id.Tr. 179, E.Rh. 992 (anap.).b of motion from, ἀπ' Ἄργεος ς. Il.2.287;ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th. 690
; ;οἴκοθεν Pi.N.9.20
: abs., go, depart,στείχωμεν A.Pr.81
, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr. 257.2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον ς. march to war, Il.2.833;οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258
; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς ς. Pi.N.1.25.3 c.acc. cogn.,ὁδούς A.Ag. 81
(anap.);τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant. 808
(lyr.);ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th. 467
.4 metaph.,ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3
;ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr. 1090
(anap.);ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th. 534
;πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα.. κακά S.Ant.10
; τὴν ἄτην.. στείχουσαν ἀστοῖς ib. 186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.) -
93 ταχυπειθής
τᾰχῠ-πειθής, ές,A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυπειθής
-
94 φοιτάς
II as Adj., φ. ἀγύρτρια, of Cassandra, A.Ag. 1273;φ. νόσος
madness, frenzy,S.
Tr. 980 (anap.);φ. πλάνη Lyc.610
; φ. ῥιπή, of the flickering of fire, Tryph.231; φ. ἐμπορίη, of commerce by sea, AP7.586 (Jul.): also with neut. Subst., φοιτάσι πτεροῖς on wandering wings, E.Ph. 1024 (lyr.): late also with masc.,φοιτάδι μόχθῳ Jo.Gaz.Ecphr.1.90
;φ. ἵπποι Nonn.D.38.260
. -
95 ὀπάων
ὀπάων [pron. full] [ᾱ], ονος, ὁ, as in Hom. and Trag.; later [dialect] Ion. [full] ὀπέων, ωνος, Hdt.9.50,51, restored by Dind. in 5.111: (v. ὀπάζω fin.):—A comrade in war, esquire, denoting the slight subordination in which one hero stood to another, as Meriones to Idomeneus, Il.8.263, 10.58, etc. ; Phoenix to Peleus, 23.360 ; so, = ὑπασπιστής, Hdt.5.111.2 generally, follower, attendant, B.17.35, Hdt.9.50,51, A.Ch. 769, Supp. 492, 954, S.Ant. 1108 ; ὀ. μήλων a shepherd, Pi.P.9.64 ; of a female, h.Cer. 440. —Cf. ὀπηδός.II as Adj., following,ὀπάονι ῥιπῇ Opp. H.5.489
;ὀ. Νύμφην IG14.1389i52
. -
96 ὑπεραχθής
ὑπεραχθής, ές,A overburdened, Theoc.11.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραχθής
-
97 ὠκύαλος
A sea-swift, speeding o'er the sea, epith. of a ship, Il.15.705, Od.12.182, 15.473, S.Aj. 710 (lyr.), Mosch.2.60.2 later, generally, swift, violent,ῥιπή Opp.H.2.535
, cf. Pi.Parth.2.19. (It is doubtful whether - αλος comes from ἅλς; see opinions of D.H. and Hdn.Gr. ap. Sch.Il. l.c.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκύαλος
-
98 Ῥίπαι
-
99 ῥίπτω
Grammatical information: v.Meaning: `to throw, to hurl, to thrust, to bolt' (Pi., IA.).Other forms: also ῥιπτέω (IA. since ν 78), iterative pret. ῥίπτασκον (Hom., Hes. Sc., - εσκον Nic. Fr.), fut. ῥίψω, aor. ῥῖψαι (Il.), pass. ῥιφθῆναι, ῥῐφῆναι (Att.) with fut. ῥιφ-θήσομαι (S.), - ήσομαι (LXX), perf. midd. ἔρρῑμμαι (Orac. ap. Hdt., E., Ar.), ῥερῖφθαι (Pi.; Schwyzer 649), act. ἔρρῑφα (Lys.).Compounds: Often w. prefix, e.g. ἁπο-, ἀνα-, ἐν-, δια-. As 1. member e.g. in ῥίψ-ασπις, - ιδος `throwing the shield away, coward' (Ar., Pl.), - άσπιδος `id.' (Eup.); cf. Sommer Nominalkomp. 93.Derivatives: 1. ῥῑπή f. `throw, thrust, gust of wind, sway, press, heavy movement' (ep. Il.) with ῥιπίζω ( δια-, ἐκ- a.o.) `to cause a gust of wind, to kindle, to fan' (Hp., Ar., Arist.), `to hurl' (Hld.), from which ῥίπ-ισις, - ισμός, - ισμα `fanning' (late); from ῥιπή or as backformation ῥιπίς, - ίδος f. `fanner' (com., AP); on εὔ-ρῑπος s. v.; 2. ῥῖψις ( διά-, ἀπό- a.o.) f. `throwing, hurling' (Hp., Att., Arist.) with ( ἀπο-)ῥίψιμος `apt for throwing away' (late; Arbenz 92); also Ϝριψίδας (Mantinea; cf. Kretschmer Glotta 5,265); 3. ( δια-)ῥίμματα n. pl. `heavy movements, bolts' (Arion, X.); 4. ῥῐφή ( δια-, ἀπο-) f. `cast, throwing back and forth' (Pratin. Lyr., Lyc.; after ῥῐφῆναι); 5. ῥιπτός `cast, thrown' (S. Tr.), μητρό- ῥίπτω (Dosiad.); 6. ῥιπτικός `able for throwing' (Arist.-comm.); 7. frequent. ῥιπτάζω, - άσαι `to thrust back and forth' (ep. Ξ 257) with - ασμός (Hp., Plu.), - αστικός (M. Ant.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The regular character of the formal system, which is built on an element Ϝρῑπ- (wit secondary shortening Ϝρῐπ-), shows that it is a (relatively) late creation. No convincing agreement outside Greek. The formally agreeing MLG wrīven `rub, wipe, scour, draw', MHG rīben `turn rubbing ' could be connected if we assume a basic meaning `turn' ("rub, throw with a turning movement"; cf. with the last Lat. torqueō); WP. 1, 280, Pok. 1159. A further analysis in u̯r-ī-p- "opens wide perspectives"; NHG werfen (prop. *'turn')not to ῥέπω, ῥέμβομαι, ῥάβδος)} s. vv.) etc. S. also ῥίψ. -- An IE *u̯r-iH-p- seems not a very probable structure; is the word Pre-Greek?Page in Frisk: 2,658-659Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥίπτω
-
100 Charge
v. trans. or absol.Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτίθεσθαι (dat.); see Attack.He charges half the amount to himself, the rest is reckoned as theirs: P. τὸ μὲν ἥμισυ αὑτῷ τίθησι τὸ δὲ τούτοις λελόγισται (Lys. 211.)Intrust: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι), P. πιστεύειν (τινί τι), ἐγχειρίζειν (τινί τι), V. εἰσχειρίζειν (τινί τι).Exhort, command: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), ἐπιστέλλειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφίεσθαι (dat.), V. ἐξεφίεσθαι (absol.).Accuse: see Accuse.——————subs.Attack: P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχείρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.Run: P. and V. δρόμος, ὁ.Of ships: P. and V. ἐμβολή, ἡ.Like a bull ready for the charge, he bellows fiercely: V. ταῦρος ὣς εἰς ἐμβολὴν δεινὰ μυκᾶται (Eur., H.F. 869).Exaction: P. εἴσπραξις, ἡ.At his own charges: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.At the public charge: P. δημοσία.Guardianship: P. ἐπιτροπεία, ἡ.Something intrusted to one's care: V. μέλημα, τό, φρούρημα, τό.Take charge of: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat.), θεραπεύειν (acc.), Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), V. κηδεύειν (acc.), μέλεσθαι (gen.); see Manage, Guard.Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.I impose this service as a charge upon you: V. ὑμῖν... τήνδʼ ἐπισκήπτω χάριν (Soph., Aj. 566).Accusation: see Accusation.On a charge of: P. and V. ἐπί (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charge
См. также в других словарях:
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek
ριπή — η ρίξιμο, βολή: Ακούστηκαν ριπές αυτομάτων· φρ., «εν ριπή οφθαλμού», στη στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥιπῇ — ῥῑπῇ , ῥίπτω throw aor subj pass 3rd sg ῥῑπῇ , ῥιπή swing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπή — ῥῑπή , ῥιπή swing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίπη — ῥί̱πη , ῥίπτω throw aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ῥί̱πη , ῥῖπος mat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥί̱πη , ῥῖπος mat neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ripe (Grecia) — Ρίπη Ripe Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma griego … Wikipedia Español
мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ρίπημα — ήματος, τὸ, Α η ριπή, η ορμητική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ῥιπή, κατά τα ουδ. σε ημα από συνηρημένα ρ. σε ῶ / άω] … Dictionary of Greek
ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… … Dictionary of Greek
Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος … Dictionary of Greek
ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… … Dictionary of Greek