-
21 εὔξεστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔξεστος
-
22 πέλω
πέλω and [full] πέλομαι, only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.:—[voice] Act., mostly [ per.] 3sg. πέλει, Il.9.134, Sol. 13.16, Pi.P.4.145 (s.v.l.), A. Ch. 534 ; [ per.] 1sg.A ; [ per.] 2sg.πέλεις Nonn. D.44.193
; [ per.] 3pl.πέλουσι AP7.56
, [dialect] Dor.πέλοντι Pi.O.6.100
: [tense] impf.πέλεν Il.8.64
, Hes. Sc. 164, Ar. Pax 1276 (hex.),ἔπλεν Il. 12.11
,ἔπελεν Pempel.
ap. Stob. 4.25.52 ; rarely in other persons, ἔπελες, πέλες, Pi. O. 1.46, Q. S.3.564 ; [dialect] Aeol. [ per.] 1pl.πέλομες Theoc. 29.27
(s. v. l.) ; imper.πέλε A.
R. 1.304 ; subj. ,πέλῃ Theoc. 28.22
; opt.πέλοι Pi. P. 1.56
, A. Pers. 526, etc. ; inf. , 801, Ch. 304 ; [dialect] Ep. πελέναι (v.l. πελέμεν) Parm. 8.45 ; Part. (lyr.):—more freq. in [voice] Med. in same sense, (lyr.), 199,πέλεται Il.11.392
, Alc.26,49, etc.,πελόμεσθα Theoc. 13.4
,πέλεσθε A.R.2.643
,πέλονται Il. 10.351
, S.Aj. 159 (anap.), Archyt. ap. Stob. 3.1.106 (nisi leg. πέλοντι): [tense] impf. [ per.] 3pl.πέλοντο Il.9.526
: [tense] aor. (always augmented)ἔπλεο 1.418
, etc. ; [var] contr.ἔπλευ 9.54
, etc. ;ἔπλετο 22.116
, Hes. Th. 836, Sapph. Supp. 23.26, Emp. 21.2, B. 1.31 ; [dialect] Ion. Iterat.πελέσκεο Il.22.433
,πελέσκετο Hes. Fr. 14.4
, Antim. Col.3 P. ; imper.πέλευ Il.24.219
,πελέσθω A.
R. 1.1320 ; subj. πέληται, -ώμεθα, -ωνται, Il.3.287, 6.358, 16.128 ; opt.πέλοιτο 22.443
, A.Ag. 255 (lyr.) ; inf.πέλεσθαι A.
R. 1.160 ; part. , 810,πλόμενος Euph. 58
(as Hom. in the compds. ἐπιπλόμενος, περιπλόμενος). —Poet. and [dialect] Aeol., [dialect] Dor., and [dialect] Ion. Prose, Pittac. ap. D. L. 1.81, Archyt. l. c., Aret. CA1.4 :—come into existence, become, be:A as Subst. Verb,οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο Il.24.524
;ὀδόντων καναχὴ πέλεν 19.365
; ;εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450
;ἄθλων, οἶά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται Od.8.160
;τιμὴν.. ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ' ἀνθρώποισι πέληται Il. 3.287
; ; τῷ δ' ἤδη δεκάτη.. πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ it was the tenth day since his departure, Od. 19.192 ;γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη 5.392
;ἂν κῦδος Ἀχαιῶν ἔπλετο Il.13.677
, cf. Od.4.441 ;σέο δ' ἐκ τάδε πάντα πέλονται Il.13.632
; ;ἐν δὲ γυνὴ.. πέλεν Od.24.211
; τὰ δ' ὀλοὰ πελόμεν' οὐ παρέρχεται when once in being they pass not away, A. Th. 768 (lyr.), cf. Supp. 123, 810 (both lyr.).B as Copula:1 become,αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται Od. 1.393
, cf. Il.24.219 ;λύκων ἤϊα πέλονται 13.103
;ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.68
; ἦ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο.. ὀξὺ βέλος πέλεται quite otherwise does my spear become sharp, i. e. in a very different way does my (emphat.) spear prove its edge, Il.11.392, cf. A.Ag. 392(lyr.).2 be,οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον Il.4.158
;τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο Od. 14.20
; , cf. Il. 10.351, 23.431 ;ῥεῖά τ' ἀριγνώτη πέλεται Od.6.108
;ὀξύτατον πέλεται φάος Il.14.345
, cf.A.Ag. 1124 (lyr.), Eu. 233, S.Ant. 333 (lyr.), E.Med. 520, etc.—In Lesbian verse the Copula, which is usu. omitted, is sts. expressed by πέλεται and πέλονται, as Sapph. 101.3 in [tense] aor., to have become: hence, to be, τίς.. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; what gathering is this? Od.1.225 ; ;ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστιπόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Il.6.434
: with part.,λελασμένος ἔπλευ 23.69
; (so as Subst. Verb, Od.2.364) ; in similes, Il.2.480, 8.556. ( πελ- fr. q[uglide]el-'turn', cf. τέλομαι, πόλος, ἀμφι-, ἐπι-, περι-πέλομαι, also ἐπιτέλλω (B), περιτέλλομαι, Skt. cárati 'move' ; for the sense cf. Germ. werden, cogn. with Lat. verto.) -
23 ἐλύω
ἐλύω,A roll round (cf. εἰλύω): only [tense] aor. 1 [voice] Pass., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη the pole rolled to the ground, Il.23.393; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς rolled up, crouching before Achilles' feet, 24.510, cf. A.R.3.281, 1.1034; λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς coiled close up.., Od. 9.433;ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθείς Archil.103
.II in later [dialect] Ep., = εἰλύω, wrap up, cover, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς shrouded in them, A.R. 1.254;ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθείς Opp.C.3.418
, cf. H.2.89; διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐ. A.R.3.1313. -
24 ἐρυμνῶδις
ἐρυμνῶδις (sic)· λύπην καὶ φλεγμονὴν παρέχων, ἢ ὑπερήφανον, Hsch. (cf. Lat.A aerumnosus). [full] Ἐρυμός· Ζεύς, καὶ ζυγός, καὶ ζεύγλη, Id. (cf. ῥυμός). [full] ἐρύμυλον· τὸν μεγάλως μυκώμενον ταῦρον (leg. ἐρύγμηλον), Id. [full] ἐρυνόν· σκοτεινόν, ἠσφαλισμένον, Id. (confusion of ἐρεμνόν and ἐρυμνόν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυμνῶδις
-
25 ἅρμα
ἅρμα, ατος: chariot, esp. the warchariot; very often in pl., and with ἵπποι, Il. 5.199, 23, Il. 4.366; epithets, ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν, καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the separate parts of the chariot, see ἄντυξ, ἄξων, ῥῦμός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη, δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and II.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅρμα
-
26 ῥῦμα 1
ῥῦμα 1.Grammatical information: n.Meaning: `tow(ing rope)' (Plb., D. H.).Derivatives: ῥύμη `pull, press', ῥυμός `tension wood, pole of a chariot', ῥύσιον `spoils', ῥυστάζω `to drag to and fro', ῥυτήρ `rein' etc.See also: s. ἐρύω.Page in Frisk: 2,665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥῦμα 1
-
27 ῥυμουλκέω
Grammatical information: v.Meaning: `to pull the towing rope, to tow, to take in tow' (hell. a. late).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Technical term of the nautical language; from *ῥυμ-ουλκός `who draws by a line, tow; tows a boat' or as compound directly from ῥύματι ἕλκειν `draw the tow-line' after other verbs in - ολκέω, e.g. νεωλκέω (: νεωλκός, ναῦν ελκειν), πλινθουλκέω (: πλινθουλκός); cf. Schwyzer 726. The 1. member is not with Georgacas Glotta 36, 180 f. ῥυμός `pole (of a chariot)' but ῥῦμα `tow-line'; on the transformation in the ο-stems cf. e.g. αἱμο-βαφής. -- Here as LW [loanword] Lat. remulcum n. `tow-rope' (since Caes.), - āre `take in tow' (Non.); by W.-Hofmann s.v. doubted. Details ibd. and in Ernout-Meillet s.v.Page in Frisk: 2,665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥυμουλκέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ρυμός — ο / ῥυμός, ΝΜΑ 1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές τού οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι 2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο τού αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του… … Dictionary of Greek
ῥυμός — ῥῡμός , ῥυμός pole of a chariot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
REMULCUS — Graece ῥυμουλκὸς est, unde ῥυμουλκεῖν, τῷ ῥυμῷ ἕλκειν, de navibus, quae fune trahuntur, apud Auctorem Peripli Maris Erythr. Sic ῥυμὸς, remus: quomodo lotum tubae vocâsse Veters, Servius auctor est. Vide Salmas. ad Solin. p. 1116. coeterum remum… … Hofmann J. Lexicon universale
TEMO — Vatroni, l. 6. de LL. a temendo, quod plaustrum teneat ac gubernet. Graece ῥυμὸς; in antiquis curribus duplex erat. Veteres enim, ut passim ex antiquis monumentis, nummis, annulis, videre est, quatuor equos sic iungebant, ut duplici temone equis… … Hofmann J. Lexicon universale
άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… … Dictionary of Greek
ακρορρύμνιον — ἀκρορρύμνιον, το (Α) το μπροστινό άκρο τού ρυμού* που είναι δεμένο επάνω στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ρυμὸς* «ξύλο άμαξας»] … Dictionary of Greek
δίρρυμος — δίρρυμος, ον (Α) (για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»] … Dictionary of Greek
διρρυμία — διρρυμία, η (Α) [δίρρυμος] 1. το να είναι κάτι δίρρυμο 2. διπλός ρυμός … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ιστοβοεύς — ο (Α ἱστοβοεύς) ο ρυμός τού αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek