Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥοπ-ή

См. также в других словарях:

  • κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… …   Dictionary of Greek

  • κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… …   Dictionary of Greek

  • πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… …   Dictionary of Greek

  • ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… …   Dictionary of Greek

  • ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ψίχαλο — το, Ν ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. αλο (πρβλ. ρόπ αλο)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»