-
1 ῥοπή
A turn of the scale, fall of the scale-pan, weight, Arist. Cael. 307b33; μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥ. ἔχειν gravitate to.., ib. 297a28; downward momentum,τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥ. πλείων παρέπεται Ph. Bel.69.21
; ῥ. ποιεῖν make (counter-) weight, Thphr.CP5.4.7; ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥ. in equilibrium, Ti.Locr.97e; διαστρεφόντων τὴν ῥ. disturbing the balance, Plu.Cam.28.2 metaph., balancing, suspense, ἀ δ' (sc. ἀ πόλις)ἔχεται ῤόπας Alc.25
;ῥ. Δίκας A.Ch.61
(lyr.);ἐν οὖν ῥ. τοιᾷδε κειμένῳ S.Tr.82
; ποντοναῦται.. λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες staking distant ventures on nice balancings, Id.Fr. 555 ( = Philol.88.2); ῥ. βίου μοι the turning-point or sinking-point of life, i.e. death, Id.OC1508;ῥ. 'στιν ἡμῶν ὁ βίος ὥσπερ ὁ ζυγός Men.Mon. 465
.b turn of the scale, ποιεῖν ῥ. turn the scale, Arist.Pol. 1295b38;τοῦ πολέμου Isoc.12.50
;πολλάκις μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥ. ἐποίησαν Id.4.139
; μεγάλην ἔσεσθαι τὴν ῥ., εἰ .. Id.14.33; , cf. Trag.Adesp.102: hence, decision, outcome,βλέπω δύο ῥ.· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ'.. ἢ.. E.Hel. 1090
; ἀσθενεῖς καὶ ἐπὶ ῥ. μιᾶς ὄντες at the mercy of a single weighing in the scales, Th.5.103.II weight placed in the scale-pan, Arist.Mech. 850a13; esp. small additional weight, make-weight, casting weight, IG22.1013.35, al.;ὡς ῥ. ἐκ πλαστίγγων LXX Wi.11.22
; ὡς ῥ. ζυγοῦ ἐλογίσθησαν 'as dust in the balance', ib.Is.40.15; οὐδ' ὅσον ῥ. Herod.7.33.2 metaph., σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥ. casting weight, S.OT 961;σῶμα νοσῶδες σμικρᾶς ῥ.. δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Pl.R. 556e
; δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥ. E.Hipp. 1163, cf. Plu.Art.30.b δεῖ ῥ. διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι τοὺς συγγραφέας give the casting weight to.., Plb. 16.14.6.c weight, decisive influence, ;μεγάλη γὰρ ῥ., μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα τὰ πράγματα D.2.22
; ῥ. ἔχειν have influence, Id.11.8, cf. SIG761.5 (Delph., i B.C.);ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29
, cf. 1094a23, 1172a23;πλείστην παρέχεται ῥ. εἰς τὸ νικᾶν Plb.6.52.9
.III decisive moment, crisis (i.e. victory), καὶ τὸν Βαλαὰμ.. ἀπέκτειναν ἐν τῇ ῥ. LXX Jo.13.22: so generally, moment, πρὸς μίαν ῥ... διεφθάρη in one moment, ib.Wi.18.12; ὑστάτην βίου ῥ. αὑτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι ib.3 Ma.5.49;ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ AP11.289
(Pall.).IV discount deducted from a payment, PLond.3.780.4 (vi A.D.), POxy.143.3 (vi A.D.), etc.; perh. illicit commission, Cod. Just.4.59.1.1. -
2 ῥοπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοπικός
См. также в других словарях:
κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… … Dictionary of Greek
κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… … Dictionary of Greek
πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… … Dictionary of Greek
ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… … Dictionary of Greek
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
ψίχαλο — το, Ν ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. αλο (πρβλ. ρόπ αλο)] … Dictionary of Greek