Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥαίσω

См. также в других словарях:

  • ῥαίσω — ῥαίω break aor subj act 1st sg ῥαίω break fut ind act 1st sg ῥαίω break aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ῥᾱίσω , ῥαίζω grow easier aor subj act 1st sg ῥᾱίσω , ῥαίζω grow easier fut ind act 1st sg ῥᾱΐσω , ῥαίζω grow easier aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραίστωρ — και ῥάστωρ Α (κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τωρ (πρβλ. ψαίσ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ραιστήρ — ῆρος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί 2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τήρ (πρβλ. οικισ τήρ). Το θηλυκό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»