-
1 ραιστήριος
-
2 ῥαιστήριος
-
3 ῥαιστήριος
ῥαιστήριος, hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.
-
4 ῥαιστήριος
ῥαιστήριος, hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer -
5 ῥαιστήριος
A smashing, hammering, ῥ. ἱδρώς the blacksmith's sweat or toil, ib.2.28; ἄκμοσι.. ῥ. hammered upon the anvil, ib.5.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαιστήριος
-
6 ραιστήρι'
ῥαιστήρια, ῥαιστήριοςsmashing: neut nom /voc /acc plῥαιστήριε, ῥαιστήριοςsmashing: masc voc sgῥαιστήριαι, ῥαιστήριοςsmashing: fem nom /voc pl -
7 ῥαιστήρι'
ῥαιστήρια, ῥαιστήριοςsmashing: neut nom /voc /acc plῥαιστήριε, ῥαιστήριοςsmashing: masc voc sgῥαιστήριαι, ῥαιστήριοςsmashing: fem nom /voc pl -
8 ραιστηρίαν
-
9 ῥαιστηρίαν
-
10 ραιστήρια
-
11 ῥαιστήρια
-
12 ῥαίω
Grammatical information: v.Meaning: `to smash, to break to pieces, to shatter' (ep. Il.).Derivatives: ῥαιστήρ, - ῆρος `hammer', f. (Σ 477; after σφῦρα?), m. (AP 6, 117), gender elsewhere unknown (A. Pr. 56, Call. Dian. 59 a.o.); ῥαιστήριος `shattering, destroying' (A. R., Opp.); ῥαίστωρ κραντήρ (= `boar's tusk') H. Several compounds in - της, z.B. θυμο-ρραίσ-της `life-destroying' (Il.), κυνο-ρραίσ-της `dog louse' (ρ 300, Arist.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 44 w. n. 1.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Rhiming to the in sense close παίω, πταίω, also κναίω, ψαίω; the - σ- in ῥαισθῆναι etc. can be analogical. Etymology unknown; hardly a cross of ῥήγνυμι and παίω. Earlier explanations (Skt. ríṣyati `sustain damage', sráṃsate `lapse') in Bq and Hofmann Et. Wb. s.v.; also WP. 2, 345f.Page in Frisk: 2,640Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥαίω
См. также в других словарях:
ῥαιστήριος — smashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραιστήριος — α, ον, Α [ῥαιστήρ] 1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί 2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
ῥαιστήρια — ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστήρι' — ῥαιστήρια , ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl ῥαιστήριε , ῥαιστήριος smashing masc voc sg ῥαιστήριαι , ῥαιστήριος smashing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστηρίαν — ῥαιστηρίᾱν , ῥαιστήριος smashing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)