Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥαιστήριος

См. также в других словарях:

  • ῥαιστήριος — smashing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραιστήριος — α, ον, Α [ῥαιστήρ] 1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί 2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ῥαιστήρια — ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστήρι' — ῥαιστήρια , ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl ῥαιστήριε , ῥαιστήριος smashing masc voc sg ῥαιστήριαι , ῥαιστήριος smashing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστηρίαν — ῥαιστηρίᾱν , ῥαιστήριος smashing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»