Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥαθάσσω

См. также в других словарях:

  • ραθάσσω — Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (το παθ.) ῥαθάσσομαι α) ραίνομαι β) «πλήττομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥαθάμιγξ] …   Dictionary of Greek

  • ῥαθασσόμενοι — ῥαθάσσω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»