-
1 βρέχεται
βρέχωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sg -
2 imbrico [2]
2. imbrico, āre (imber), = ὀμβρέω, einzetteln, deinde super imbricato quae trita erunt, Gargil. de cur. boum § 23. – Nbf. (nach der 3. Konjug.) ›imbricitur, ὀμβροῦται, βρέχεται‹ Gloss. II, 77, 30.
-
3 ΒΡΈΧω
ΒΡΈΧω (vgl. διαβρέχω), b en etz en (u. zwar die Oberfläche, τέγγω, durchdringend); ἐν ὕδατι Her. 3, 104; Plat. Phaedr. 229 a u. Folgde, z. B. Xen. An. 3, 2, 22; ἐβρέχϑη 1, 4, 17; vom Regen, Teleclid. com. B. A. 291; τὸ ἄγαλμα οὐ βρέχεται, wird nicht beregnet, Pol. 16, 12; oft N. T. u. Sp., impersonell. Uebh. überströmen, überhäufen, ἀκτῖσι βεβρεγμένος σῶμα Pind. Ol. 6, 56; βρέχει χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν 7, 34; βρέχετο νιφάδι πολλᾷ 11, 53; – trinken, Antiphan. bei Ath. I, 23 a; vgl. aber Mein. III p. 147; öfter Anacr., z. B. 31, 12; βεβρεγμένος, trunken, Eubul. bei Ath. a. a. O.; μέϑῃ βρεχϑείς Eur. El. 326; übertr., νευρὴ βραχεῖσα Anacr. 31, 26.
-
4 βρέχω
(αόρ. έβρεξα, παθ. αόρ. βράχηκα и εβράχην) μετ.1) мочить, смачивать; увлажнять; 2) поливать (улицу); брызгать (бельё и т. п.); 3) пропитывать; промачивать; έβρεξα τα πόδια μου я промочил ноги; 4) окунать, погружать; 5) απρόσ. идёт дождь; 6) перен. разг выпить; (в)спрыснуть, обмыть (что-л.); να τα βρέξουμε давайте выпьем по этому случаю;§ βρέχω τον λάρυγγα μου — промочить горло;
βρέχω τό στρώμα μου — мочиться в постели (о младенцах);
τού τίς έβρεξα я его избил;αυτός όμως αλλού ( — или πέρα) βρέχει ≈ — а) ему как об стенку горох; — б) он остался глух к моей просьбе; — аχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках; — каждую пылинку сдувать с кого-л.;
ό, τι βρέξει ας κατεβάσει будь, что будет;βρέξε θεέ μου κάστανα και ρίξε καρυδάκια! держи карман шире!; βρέξε κώλο (или πόδια), φάε (или να φας) ψάρι или αν δεν βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι посл. ≈ без труда не вытащить и рыбку из пруда;1) — промокать;βρέχομαι
βράχηκα ως το κόκκαλο я промок до костей;2) мочиться;§ ούτε βρέχεται, ούτε λιάζεται — погов, он себе и ухом не ведёт
-
5 imbrico
1. imbrico, āvī, ātum, āre (imbrex), I) mit Hohlziegeln decken, Sidon. epist. 2, 2, 5. – II) hohlziegelförmig machen; dah. imbricatus, a) hohlziegelförmig, vertebrae, Plin. 11, 1: simiae ungues, Plin. 11, 247: folium per margines imbricatum, Plin. 15, 127. – b) hohlziegelartig gelegt, caementa imbricata inter se, hohlz. ineinander gefügt, Vitr. 2, 8, 1.————————2. imbrico, āre (imber), = ὀμβρέω, einzetteln, deinde super imbricato quae trita erunt, Gargil. de cur. boum § 23. – Nbf. (nach der 3. Konjug.) ›imbricitur, ὀμβροῦται, βρέχεται‹ Gloss. II, 77, 30. -
6 ῥαθάμιγξ
ῥαθάμιγξ, - ιγγοςGrammatical information: f., most pl.Derivatives: ῥαθαμίζω `to besprinkle' (Opp., Nonn.; like σάλπιγξ: - πίζω). By-forms ῥαθμίζεσθαι ῥαίνεσθαι; ῥαθαί-νεται ῥαίνεται, βρέχεται H.; ῥαθασσόμενοι ῥαινόμενοι H., Phot.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular formation in - ιγξ like λάϊγγες, στροφάλιγξ, πύλιγγες (s.v.) a.o. (Chantraine Form. 398ff., Schwyzer 498); further analysis unknown. As basis could have functioned a noun *ῥαθαμός ( οὑλαμός, ποταμός a.o.); beside it apparently *ῥαθμός in ῥαθμίζεσθαι (prob. through syncope, a is often found in Pre-Greek). As βαθμός: βαίνω also *ῥαθμός: ῥαίνω? Through crosses or enlargements ῥα-θαίνω (: ῥαίνω), ῥαθάσσω (: σταλάσσω). Further s. ῥαίνω. -- Diff. Bechtel Lex. s.v. (to ῥώθωνες `nostrils'). -- Clearly a Pre-Greek word (not in Furnée).Page in Frisk: 2,638-639Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥαθάμιγξ
См. также в других словарях:
βρέχεται — βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek