Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥώθωνες

См. также в других словарях:

  • ῥώθωνες — ῥώθων nose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • λαγοχειλία — και λαγωχειλία, η σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ρινόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή από τους ρώθωνες εγκεφαλονωτιαίου υγρού επί κατάγματος τού τετρημένου πετάλου τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhoea (< ῥίς, ῥινός + ρροία (< ρρους < ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον… …   Dictionary of Greek

  • ρωθωνικός — ή, ό, Ν [ρώθων, ωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρώθωνες, στα ρουθούνια …   Dictionary of Greek

  • ρώθυνες — Α (πιθ. αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μυκτῆρες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αιολ. τ. τού ῥώθωνες (βλ. λ. ρώθωνας)] …   Dictionary of Greek

  • τετράπνης — ὁ, Α αυτός που αναπνέει με τέσσερεις ρώθωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πνέω. Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράπνους] …   Dictionary of Greek

  • τετράρρινος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις ρώθωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ρρινος (< ῥίς, ῥινός), πρβλ. πολύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • sr-edh-, sr-et- —     sr edh , sr et     English meaning: to whirl, wave, boil     Deutsche Übersetzung: ‘strudeln, wallen, brausen, rauschen”     Note: extension from 1. ser     Material: Gk. ῥόθος m. “das Wogenrauschen”, ἁλί ρροθος “meerumrauscht”, ταχύ ρροθοι… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»