-
1 ρώθωνες
-
2 ῥώθωνες
-
3 ῥώθωνες
Grammatical information: m. pl.Meaning: `nostrils' (Nic., D.H., Str. a.o.), rarely - ων sg. (Heracl. ap. Gal. a.o.); ῥώθυνες μυκτῆρες H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation like πώγων, γνάθων a.o., further unexplained. Usu. connected with ῥόθος `roaring' (prop. *"the snorer, rattler"? WP. 2, 704 w. lit., Pok. 1002). Fraenkel Glotta 32, 31 ff. recalls ῥέθος. -- The word could be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,667-668Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥώθωνες
-
4 ῥαθάμιγξ
ῥαθάμιγξ, - ιγγοςGrammatical information: f., most pl.Derivatives: ῥαθαμίζω `to besprinkle' (Opp., Nonn.; like σάλπιγξ: - πίζω). By-forms ῥαθμίζεσθαι ῥαίνεσθαι; ῥαθαί-νεται ῥαίνεται, βρέχεται H.; ῥαθασσόμενοι ῥαινόμενοι H., Phot.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular formation in - ιγξ like λάϊγγες, στροφάλιγξ, πύλιγγες (s.v.) a.o. (Chantraine Form. 398ff., Schwyzer 498); further analysis unknown. As basis could have functioned a noun *ῥαθαμός ( οὑλαμός, ποταμός a.o.); beside it apparently *ῥαθμός in ῥαθμίζεσθαι (prob. through syncope, a is often found in Pre-Greek). As βαθμός: βαίνω also *ῥαθμός: ῥαίνω? Through crosses or enlargements ῥα-θαίνω (: ῥαίνω), ῥαθάσσω (: σταλάσσω). Further s. ῥαίνω. -- Diff. Bechtel Lex. s.v. (to ῥώθωνες `nostrils'). -- Clearly a Pre-Greek word (not in Furnée).Page in Frisk: 2,638-639Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥαθάμιγξ
См. также в других словарях:
ῥώθωνες — ῥώθων nose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
λαγοχειλία — και λαγωχειλία, η σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
ρινόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή από τους ρώθωνες εγκεφαλονωτιαίου υγρού επί κατάγματος τού τετρημένου πετάλου τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhoea (< ῥίς, ῥινός + ρροία (< ρρους < ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον… … Dictionary of Greek
ρωθωνικός — ή, ό, Ν [ρώθων, ωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρώθωνες, στα ρουθούνια … Dictionary of Greek
ρώθυνες — Α (πιθ. αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μυκτῆρες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αιολ. τ. τού ῥώθωνες (βλ. λ. ρώθωνας)] … Dictionary of Greek
τετράπνης — ὁ, Α αυτός που αναπνέει με τέσσερεις ρώθωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πνέω. Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράπνους] … Dictionary of Greek
τετράρρινος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις ρώθωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ρρινος (< ῥίς, ῥινός), πρβλ. πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
sr-edh-, sr-et- — sr edh , sr et English meaning: to whirl, wave, boil Deutsche Übersetzung: ‘strudeln, wallen, brausen, rauschen” Note: extension from 1. ser Material: Gk. ῥόθος m. “das Wogenrauschen”, ἁλί ρροθος “meerumrauscht”, ταχύ ρροθοι… … Proto-Indo-European etymological dictionary