-
61 εξαέτις
-
62 εξηκονταετηρίς
(-ίδος) η шестидесятилетие -
63 επηγκενίς
(-ίδος) η мор.1) доска обшивки (корабля); 2) доска настила (палубы) -
64 επιδιδυμίς
(-ίδος) η анат. эпидидимис, придаток яичка -
65 επιδιδυμίτις
(-ίδος) η мед. эпидидимит -
66 επιζυγίς
(-ίδος) η1) прогон (моста); 2) мор. бимс -
67 επικοπίς
(ίδος) η резец -
68 επινεφριδίτις
(-ιδος) η мед. воспаление надпочечников -
69 επιπεφυκίτις
(-ιδος) η мед. коньюнктивит -
70 επιτεγίς
(-ίδος) η стропилина (разг) -
71 επιτελίς
(-ίδος) η воен. -мор. вельбот, катер -
72 επιφυσίτις
(-ιδος) η мед. эпифизит -
73 εργάτις
(-ιδος) ο, εργάτισσα η1) работница, труженица; 2) рабочая пчела -
74 έρις
(-ιδος) η1) раздор, распря; ссора, перебранка; спор, препирательство; брань, ругань; 2) вражда, антагонизм;§ τό μήλο της έριδος — яблоко раздора
-
75 εσπερίς
-
76 εύελπις
(-ιδος), ις, ι 1.1) полный надежд; твёрдо надеющийся, питающий большие надежды; 2) вселяющий надежду, подающий надежды, обнадёживающий; многообещающий;βλέπω εύελπι το μέλλον μου — смотреть с надеждой на своё будущее;
2. (ο) воен, кадет; курсант;σχολή των εύελπίδων — кадетское военное училище сухопутных войск
-
77 εφελκίς
(-ίδος) η мед. струп -
78 εφηλίς
(-ίδος) η веснушка -
79 εφημερίς
-
80 θέμις
(-ιδος) η1) правосудие;ναός της θέμιδος — суд;
λειτουργοί της θέμιδος — юристы; — судьи;
2) справедливость; — законность; — об θέμις εστί — несправедливо
См. также в других словарях:
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek