-
1 ιδος
(ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ, ὁπότε χρόα Σείριος ἄζει Hes.)
-
2 ίρις(-ιδος)
η1) радуга; 2) анат. радужная оболочка; 3) бот. ирис -
3 ίρις(-ιδος)
η1) радуга; 2) анат. радужная оболочка; 3) бот. ирис -
4 άγρωστις
-
5 αδενίτις
(-ιδος) η мед. аденит -
6 ακαλανθίς
-
7 ακανθίς
-
8 ακανθυλλίς
-
9 ακίς
-
10 ακρίς
-
11 αλουργίς
(-ίδος) η королевское платье (византийских времён), порфира -
12 άμπωτις
(-ιδος) η (морской) отлив;άμπωτις καί παλίρροια — прилив и отлив
-
13 αμφιετηρίς
(-ίδος) η празднование годовщины -
14 αναβαθμίς
(-ίδος) η1) подножка, ступенька (вагона и т. п.); 2) небольшая переносная лестница; 3) воен, аппарель -
15 ανθεμίς
(-ίδος) η ромашка -
16 ανθοπώλις
(-ιδος) η цветочница, продавщица цветов -
17 αντηρίς
(-ίδος) η1) подпорка; 2) подпорная стена (от оползней и т. п.) -
18 άπατρίς
(-ιδος) ο, η1) лишённ|ый, -ая родины; 2) не признающей, -ая родины -
19 άπολις
(-ιδος) ο, η человек, не имеющий гражданства, подданства -
20 αρίς
См. также в других словарях:
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek