-
1 Βενετσ(ι)άνος
ο, Βενετσ(ι)άνα η венециан|ец, -ка -
2 Βενετσ(ι)άνος
ο, Βενετσ(ι)άνα η венециан|ец, -ка -
3 Αφγάν
(-ανος) ο, Αφγάνή η афган|ец, -ка -
4 ερυθρομέλας
(-ανος), αινα, αν тёмно-кроеный -
5 μεγιστάν
(-ανος) ο1) властелин, властитель; высокопоставленное лицо; вельможа; 2) богач;οι μεγιστάνες τού πλούτου — богачи, толстосумы
-
6 μέλαν
(-ανος) τό чёрная краска; чёрный цвет;τό μέλαν της αιθάλης — очень чёрная краска; — очень чёрный цвет, цвет сажи
-
7 μέλας
(-ανος), α*να, αν чёрный, тёмный;μέλας οίνος — красное вино;
μέλας ζωμός ист. — чёрная похлёбка (пища спартанцев)
-
8 παιάν
(-ανος) ο1) песня; гимн; пеан; 2) похвала, восхваление, дифирамб -
9 τάλας
(-ανος), αινα, αν1) см. ταλαίπωρος; 2) бедный, несчастный, обездоленный, горемычный -
10 ωχρομέλας
(-ανος), αινα, αν мертвенно-бледный, синий (о лице) -
11 Ελλην
-
12 Αζαν
-
13 Αιγιπαν
-
14 Αινιαν
-
15 Ακαρναν
- ᾶνος ὅ1) Акарнан (сын Алкмеона, один из «эпигонов», миф. основатель Акарнании) Thuc. -
16 Αλκμαν
- ᾶνος ὅ Алкман (уроженец г. Сарды в Лидии, крупнейший из лирич. поэтов Спарты, VII в. до н.э.) Arst., Plut. -
17 Αμυθαν
-
18 Αμυθαων
-
19 Ελλαν
-
20 καρβαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] … Dictionary of Greek
τραγόπαν — ανος, ο / τραγόπαν, ανος, ἡ, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών αρχ. μυθικό πτηνό τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + Παν. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tragopan (< τράγος + Παν)] … Dictionary of Greek
Ακαρνάν — ( άνος), ο (Α Ἀκαρνάν) αυτός που κατάγεται από την Ακαρνανία ή κατοικεί εκεί … Dictionary of Greek
Ψευδόπαν — ανος, ὁ, Α ο ψεύτικος Παν, αυτός που ψευδώς θεωρείται ως Παν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Πάν] … Dictionary of Greek
ποιμάν — άνος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ποιμένας … Dictionary of Greek
προστάλας — ανος, ὁ, Α πανάθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τάλας «άθλιος»] … Dictionary of Greek
υποχλωρομέλας — ανος, ὁ, Α κάπως μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλωρομέλας «μαυροκίτρινος»] … Dictionary of Greek
ψάγδαν — ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α (στην Αίγυπτο) είδος μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’… … Dictionary of Greek
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek
πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek