-
1 καρβαν
См. также в других словарях:
καρβάν — καρβάν, ᾱνος, ὁ, ἡ (Α) κάρβανος*, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ άλλους,… … Dictionary of Greek
Κάρβας — Κάρβας, ὁ (Α) ονομ. τού ανατολικού ανέμου, τού Εύρου, στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος] … Dictionary of Greek
κάρβανος — κάρβανος, ον (Α) βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν] … Dictionary of Greek