-
21 καταβαρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβαρύνω
-
22 καταθαρσύνω
A embolden, encourage against,τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu.Luc.29
:—[voice] Pass., in form [full] καταθρασύνομαι, = foreg., Ph.1.41, Luc.DMort.21.2, D.L.2.127: c.gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως -ομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them.Or.34p.464D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθαρσύνω
-
23 καταλγύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλγύνω
-
24 καταμβλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμβλύνω
-
25 κατασμικρύνω
A lessen, abridge,τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44
, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—[voice] Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls. 310: metaph., M.Ant.8.36.II = κατασμικρίζω, belittle, - σμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D.III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασμικρύνω
-
26 κατοξύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοξύνω
-
27 λαμπρύνω
A make bright or brilliant,τὸν ἵππον X.Eq.10.1
, cf. App.Anth.3.158; μὴ χρώμασιν ( ὄμμασιν codd. Stob.) τὸ σῶμα λ. deck with bright colours, Antiph.264; λαμπρύνει τὴν φωνήν (of garlic) makes the voice clear, Dsc.Eup.1.87:—[voice] Med., ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας polished their shields, X.HG7.5.20:—[voice] Pass., of a shield, to be polished or bright, Id.Lac.11.3; also εὕδουσα φρὴν ὄμμασιν λαμπρύνεται is lightened with eyes, A.Eu. 104;λελάμπρυνται κόρας S.Fr. 710
; also, to become manifest or notorious,ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος -ύνεται E.El. 1039
.II [voice] Med., make oneself splendid, pride oneself on a thing, ὄχοις καὶ στολῇ -ύνεται ib. 966;γένει Onos.1.22
; distinguish oneself in or by..,ὅσα.. χορηγίαις ἢ ἄλλῳ τῳ -ύνομαι Th.6.16
;μειρακίων -υνομένων ἐν ἅρμασιν Ar. Eq. 556
;λ. ἐν οἷς οὐ δεῖ Arist.EN 1122a33
, etc.;περὶ τὰς εὐωχίας Str. 14.1.20
;πολλὰ καὶ μεγάλα λαμπρυνάμενος πρὸς τὸ θεῖον Plu.Nic.26
;τὰ ἄλλα ἐλαμπρύνατο Id.Alex.70
;ἐπί τινι Philostr.VA2.43
;πολλὰ περὶ τῶν Μηδικῶν ἔργων Plu.2.870d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρύνω
-
28 λεπτύνω
A : [tense] aor. 1ἐλέπτυνα Hp.Epid. 6.1.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐλεπτύνθην Id.Aph.5.46
: [tense] pf.λελέπτυσμαι Id.Morb.1.19
, Arist.HA 511b22; inf.λελεπτύνθαι Ath.12.552e
: ([etym.] λεπτός): — make thin or meagre, αἱ ταλαιπωρίαι λ. [τὰ πρόβατα] Arist.HA 596a29, cf. Pr. 882a27; λ. τὸ σχῆμα [τῶν ταγμάτων] Plb.3.113.8 (cf. λεπτυσμός); φωνὴν βαρεῖαν.. λεπτύνων Babr.103.5
:—[voice] Pass., to be reduced, grow lean or slender, Hp.Aph.2.7, Arist.HA 518b29, al.;τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι X.Smp.2.17
; λελεπτυσμένος (- ισμένος cod.) κατὰ τὴν οὐράν, of a serpent, Philum.Ven.18.1; of things, to be rarefied, Damox.2.28, cf. Ph.1.642, S.E.M.10.25.2 comminute or liquefy food in digestion, Plu.2.689d; - ύνουσα δίαιτα diet productive of thin humours, Gal.Vict.Att.3:—[voice] Pass., become fluid, opp. παχύνεσθαι, of foods, Hp.VM19; also -όμενα εἰς πνεῦμα διακρίνεται Arist.Pr. 966b14
.3 thresh, winnow,λ. Δηοῦς καρπόν AP9.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτύνω
-
29 μακρύνω
A : [tense] fut. [voice] Pass. μακρυνθήσομαι ib.Is.49.19: [tense] pf. [voice] Pass. μεμάκρυμμαι ib. Ps. 55(56) tit.:— prolong, ἡμέρας ib.Ec. l. c.; ἀνομίαν ib.Ps.128(129).3.II remove to a distance, put away,τὴν βοήθειαν LXX Ps.21(22).20
, cf. 39(40).12; τοὺς ἀνθρώπους ib.Is.6.12:—[voice] Pass., to be far off, τόπου from a place, Hero Spir.Praef.2 intr. in [voice] Act., travel far, c. gen., LXX Jd.18.22, cf. Ps.54(55).7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρύνω
-
30 μαλακύνω
A soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66;αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43
;Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16
; weaken,χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.
:—[voice] Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5;ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακύνω
-
31 μαλθακύνω
A = μαλακύνω, τὰς φωνάς Sch.D.T.p.173 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακύνω
-
32 μεγεθύνω
A increase in bulk, magnitude or number, enlarge, Heliod. ap. Orib.46.8.13, Iamb Protr.21. ιζ':—[voice] Pass., Cleom. 1.9, Sor.1.15, 2.37, Iamb.in Nic.p.11 P.: [tense] aor. [voice] Med. in pass. sense, ap. Eus.PE11.10.2 [voice] Pass., acquire magnitude, become quantified, Plot.3.6.17, 6.4.1; τὰ μεμεγεθυσμένα the world of magnitudes, Id.2.4.10, cf. Porph.Sent.33; in de An.543.34.II invest with sublimity,τὰ δαιμόνια Longin.9.5
:—[voice] Pass., to be lofty or sublime, of style, Id.13.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγεθύνω
-
33 μηκύνω
Aῠνῶ Th.4.17
, [dialect] Ion. - ῠνέω Hdt.2.35: [tense] aor.ἐμήκῡνα Id.3.60
:—[voice] Med., v. infr. 7:—[voice] Pass., [tense] pf.μεμήκυσμαι Phld.
(v. infr.), Eust.ad D.P.64:— lengthen, prolong, Hp.Aph.1.12;τὸ μέτωπον τῆς τάξεως X.Eq.Mag.4.9
;τὰς ὁδούς Id.Mem.3.13.5
;μηκυνθέν τε καὶ σχὸν πλάτος Pl.Plt. 282e
; of Time, μ. χρόνον, βίον, E.HF87, 143:—[voice] Pass., Aër.7;ἐμηκύνετο ὁ πόλεμος Th.1.102
.3 μ. λόγον, λόγους, spin out a speech, speak at length, Hdt. 2.35, S.El. 1484; ;τὴν ἀπολογίαν Isoc.11.44
;λόγους μακροτέρους Th.4.17
: without λόγον, to be lengthy or tedious, Hdt.3.60, Ar.Lys. 1132, Pl.R. 437a, D.H. Comp.23; μ. περί τινος enlarge upon.., Demetr.Eloc.71: acc. objecti, μ. τὰ περὶ τῆς πόλεως, τὴν ὠφελίαν, talk at length about, dwell upon.., Th.2.42,43:—[voice] Pass., to be expounded at length,αὖθις ταῦτα μηκυνθήσεται Epicur.Nat.14.5
;μεμηκυσμένον σύγγραμμα Phld.Po.5.26
; to be continually repeated, D.H.Comp.12; to be dwelt upon, Demetr.Eloc. 137.4 μ. βοήν raise a loud cry, S.OC 489.5 Gramm., lengthen a syllable, Str.10.5.8:—[voice] Pass., D.H.Comp.15, Plu.2.275f, A.D.Adv.146.18; φωνῆεν μηκυνόμενον a vowel capable of being scanned long, as αιυ, Heph.1.4.6 Arith., multiply by a fresh factor, Theol.Ar.24,48.7 [voice] Med., ἐμακύναντο κολοσσόν reared a tall statue, AP6.171. -
34 μικρύνω
2 make small, lessen, Dsc.Eup.1.154, Gal.18(1).77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρύνω
-
35 μολύνω
A : [tense] aor. ἐμόλῡνα ib.Ge.37.31: [tense] pf.μεμόλυγκα Choerob.in Theod.2.68
:—[voice] Pass., [tense] fut.μολυνθήσομαι LXX Za.14.2
: [tense] aor. 1 ἐμολύνθην ib.Si.22.13: [tense] pf. μεμόλυσμαι ib. 1 Es.8.83, Epict. Ench.33, J.AJ3.6.1,μεμόλυμμαι LXX Is.65.4
, Choerob.in Theod.2.186:—stain, sully, defile,τὴν ὑπήνην Ar.Eq. 1286
;ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Arist.HA 571b18
, cf. Theoc.20.10; simply, sprinkle,ἀλεύρῳ Sotad.
Com.1.24; make a beast of, τινας (of Circe) Ar. Pl. 310; defile, debauch,παῖδα Theoc.5.87
: metaph.,χεῖρας ἁρπαγῇ J.Vit.47
:—[voice] Pass., become vile, disgrace oneself, Isoc.5.81;μετὰ γυναικῶν Apoc.14.4
; ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι wallow in ignorance, Pl.R. 535e;ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Muson.Fr.18b
p.101 H.;ἡ συνείδησις αὐτῶν μολύνεται 1 Ep.Cor.8.7
.II v. μωλύω. -
36 μορφύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μορφύνω
-
37 παραθαρσύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθαρσύνω
-
38 παραμηκύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμηκύνω
-
39 παροξύνω
Aπαρωξυκέναι Plb.31.1.3
, butπαρωξυγκέναι J. AJ11.6.7
:—[voice] Pass., [tense] pf.παρώξυμμαι Lys.4.8
, Men.Sam. 276 :—urge, spur on, stimulate, τινα X.Cyr.6.2.5, etc.; [τινὰ] πρὸς τὰ καλά Id.Mem. 3.3.13
;ὲπὶ τὸν πόλεμον Isoc.5.3
, cf. Epicur.Nat.54G.; τὰ ζεύγη πρὸς ; τινα c. inf., Isoc. 12.37 ;κινδυνεύειν X. Mem.3.5.3
; opp. ἀποτρέπω, D.21.37.2 provoke, irritate,πατρὸς μὴ π. φρένας E.Alc. 674
; ξὺν κατηγορίᾳ π. Th.1.84 :—[voice] Pass., to be provoked, τινι at a thing, Id.5.99 ;διά τινα Id.6.56
; (Egypt, iii B. C.), Plb.4.7.5 ;πρός τι X.HG6.4.6
, D.57.2 ;πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol. 1302a39
; ὑπό τινος Lys.l.c. ;κατὰ τῶν πολιτῶν Plu. Them.31
: c. dat., Lycurg.87 (s.v.l.), D.S.10.11 : c. inf., τίς οὐκ ἂν παροξυνθείη πολεμεῖν; Isoc.5.101 :—[voice] Pass., of sicknesses, growvirulent,π. οἱ πυρετοί Hp.VM6
.II = παροξυτονέω, Ath.11.485a :—[voice] Pass., A.D.Adv. 189.28, al., Gal.18(2).167, Ath.7.323c.III intr., hasten. Peripl.M.Rubr. 20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροξύνω
-
40 παροτρυντικός
A fit for inciting,εἰς μάχην Eust.1169.55
. - ύνω, urge on, c. inf.,πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν Pi.O.3.38
, cf. Act.Ap.13.50, J.AJ7.6.1, Luc.Tox.35.2 Medic., displace the uterus, Hp.Mul.2.138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροτρυντικός
См. также в других словарях:
ιλαρύνω — (Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ 2. μέσ. ιλαρύνομαι χαίρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. ύνω (πρβλ. απαλ ύνω, φαιδρ ύνω)] … Dictionary of Greek
καρπύνω — (Μ) 1. αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι 2. κάνω κάποιον να αυξηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (Ι) + κατάλ. ύνω (πρβλ. επιμηκ ύνω, πληθ ύνω)] … Dictionary of Greek
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… … Dictionary of Greek
πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) … Dictionary of Greek
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek
επιθαρρύνω — ἐπιθαρρύνω και ἐπιθαρσύνω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρρ ύνω (< θάρρος)] … Dictionary of Greek
λαρύνω — (Α) βγάζω φωνή από τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, κατά τα ρ. σε ύνω. Η λ. χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει τη φωνή που βγάζουν τα περιστέρια] … Dictionary of Greek
λιγύνω — (Μ) ελαττώνω, λιγοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγαίνω, πιθ. κατά τα ρ. σε ύνω] … Dictionary of Greek
οροθύνω — ὀροθύνω (ΑΜ) 1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω 2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό τού θ. ορ τού… … Dictionary of Greek