-
61 ἀνδρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρύνω
-
62 ἀνευρύνω
ἀνευρ-ύνω [ῡ],A dilate, Hp.Superf.29, Placit.5.16.2;ἡ ῥὶς τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Philostr.Her.19.9
;- υσμένον στόμα ἀγγείου Aët.8.69
; esp. of arterial aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.1;ἀ. πάλιν ὁ Ὠκεανός
broadens out,Arist.
Mu. 393b6: metaph.,νοῦς ἀ. τὰς δυνάμεις Ph.1.249
, cf. Dam.Pr.74 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνευρύνω
-
63 ἀπαμβλύνω
2 mostly metaph.,ἐλπίδα Pi.P.1.82
(tm.); of a person, ;τὰ λευκὰ τῶν τριχῶν ἀπαμβλύνει τὸν νοῦν Herod.1.67
;φάος ὄσσων Opp.H.4.525
; tone down, take the edge off a phrase, Plot.3.6.12:—more freq. in [voice] Pass., to be blunted, lose its edge or force,ὥρη μὲν ἀπήμβλυνται, θυμὸς δὲ μενοινᾷ Hom.Epigr.12
, cf. S.Eleg.6;γηράσκοντι συγγηράσκουσι αἱ φρένες καὶ ἐς τὰ πρήγματα πάντα ἀπαμβλύνονται Hdt.3.134
;ἀπαμβλυνθήσεται γνώμην A.Pr. 866
; is indistinctly seen,Pl.
R. 442d.II = foreg., J.BJ4.8.3 (s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαμβλύνω
-
64 ἀπολεπτύνω
A fine down, esp. of reducing temperature or fever, Plu.2.695e, Alex. Trall.Febr.5:—more freq. in [voice] Pass., become quite fine or thin, being fined away,Pl.
Ti. 83b;πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arist.HA 489b33
; of fever, v.l. in Hp. Epid.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολεπτύνω
-
65 ἀποπλύνω
A wash well, wash away,λάϊγγας.. ἀποπλύνεσκε θάλασσα Od.6.95
;τὸ περὶ τὴν γλῶτταν Pl.Ti. 65d
;τὰς χεῖρας Ath.9.409c
;τινὰ βαφῆς ἀτόπου Philostr. VA8.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπλύνω
-
66 ἀποσκληρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκληρύνω
-
67 ἀρτύνω
A- ῠνέω Od.1.277
: [tense] aor. [voice] Act. ἤρτῡνα, [voice] Med. -υνάμην, [voice] Pass. - ύνθην:— = ἀρτύω, chiefly used in [dialect] Ep. (in later Prose,γηράσκουσα ἡ ἐπιστήμη σοφίαν ἀρτύνει Philostr.VS1.25.11
),ψεύδεά τ' ἀρτύνοντες Od.11.366
;λόχον ἀρτύναντες 14.469
; ;ὑσμίνην ἤρτυνον Il.15.303
;ἀρτύνθη δὲ μάχη 11.216
;ἀρτυνέουσιν ἔεδνα Od.1.277
; πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες putting themselves in order, dressing their ranks, Il.12.43, cf. 86, 13.152:—[voice] Med., πυκινὴν ἠρτύνετο βουλήν prepared his counsel, 2.55; ἠρτύναντο ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισι fitted them with.., Od.4.782, 8.53. -
68 ἀφιλαρύνω
A have a cheerful expression, Stoic.3.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφιλαρύνω
-
69 ἁβρύνω
A make delicate, treat delicately, μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνε A Ag. 919: deck out,εἰς γάμον ἁβρῦναί τινα AP6.281
(Leon.):—[voice] Med. or [voice] Pass., live delicately; hence, wax wanton, give oneself airs, , cf. S.OC 1339; : c. dat. rei, pride, plume oneself on a thing,οὐχ ἁβρύνομαι τῷδ' E.IA 858
;ἡβρύνετο τῷ βραδέως διαπράττειν X.Ages.9.2
;οἷς ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίος Clearch.9
. -
70 ἁδρύνω
A ripen, mature, S.Fr. 979, X.Mem.4.3.8;ἁδρῦναι καὶ πέψαι τὸν καρπόν Thphr.HP3.1.3
:—[voice] Pass., grow ripe, ripen, come to maturity, of fruit or corn, Hdt.1.193, Arist.Ph. 230b2; of embrya, Hp.Septim.1, Oct.12, cf. Arist.HA 565b13; of nestlings, 619b30. -
71 ἁπαλύνω
ἁπᾰλ-ύνω [ῡ],A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50.2 make tender or delicate,τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1
:—[voice] Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλύνω
-
72 ἐκθηλύνω
A- εθήλυνα D.H. 7.9
:—soften, weaken,τὸ σκέλος ἐκτεθηλυσμένον γίνεται Hp.Art.52
, cf. 56; make effeminate,στρατιὰν ταῖς ἡδοναῖς Str.5.4.13
; τὴν νεότητα ταῖς ἀγωγαῖς D.H.l.c.;ψυχάς Corn.ND20
:—[voice] Pass.,ἐκτεθηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Plb.36.15.2
, cf. 28.21.3, D.C.50.27 ; of plants, become enfeebled, Thphr.CP3.1.3.II Gramm., make a feminine of, EM473.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθηλύνω
-
73 ἐλαφρύνω
2 relieve,ἀνίας Eus.Mynd.1
;κεφαλήν Ruf.
ap. Orib.8.47 (b).1:—[voice] Pass.,ἐλαφρυνθήσεται τοῦ ὄγκου Hippiatr.126
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφρύνω
-
74 ἐνηδύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνηδύνω
-
75 ἐξαμβλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμβλύνω
-
76 ἐπαλγύνω
A give pain, Nic.Al. 335; afflict,τινά Q.S.4.416
:—[voice] Med., feel pain at,ταῖς συμφοραῖς Tz.H.4.398
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαλγύνω
-
77 ἐπαρτύω
II prepare,ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα Od.3.152
;ὄλεθρόν τινι Opp.C.2.443
:—[voice] Med., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο they prepared them a meal, h.Cer. 128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαρτύω
-
78 ἐπελαφρύνω
A lighten,τὸν δεσμόν τινι Plu.2.165e
;πόνον J.AJ18.1.1
, cf. D.Chr.3.123, Max. Tyr.37.5, Hierocl. in CA15p.454M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπελαφρύνω
-
79 ἐπεντύω
A set right, get ready,ἐπέντυε νῶϊν ἵππους Il. 8.374
; χεῖρα ἐπεντύνειν ἐπί τινι arm it for the fight, v.l. in S.Aj. 451:—[voice] Med., prepare or train oneself for a thing,ἐπεντύνονται ἄεθλα Od.24.89
: c. inf.,ἐπεντύνοντο νέεσθαι A.R.1.720
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεντύω
-
80 ἐπιβαρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβαρύνω
См. также в других словарях:
ιλαρύνω — (Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ 2. μέσ. ιλαρύνομαι χαίρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. ύνω (πρβλ. απαλ ύνω, φαιδρ ύνω)] … Dictionary of Greek
καρπύνω — (Μ) 1. αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι 2. κάνω κάποιον να αυξηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (Ι) + κατάλ. ύνω (πρβλ. επιμηκ ύνω, πληθ ύνω)] … Dictionary of Greek
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… … Dictionary of Greek
πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) … Dictionary of Greek
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek
επιθαρρύνω — ἐπιθαρρύνω και ἐπιθαρσύνω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρρ ύνω (< θάρρος)] … Dictionary of Greek
λαρύνω — (Α) βγάζω φωνή από τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, κατά τα ρ. σε ύνω. Η λ. χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει τη φωνή που βγάζουν τα περιστέρια] … Dictionary of Greek
λιγύνω — (Μ) ελαττώνω, λιγοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγαίνω, πιθ. κατά τα ρ. σε ύνω] … Dictionary of Greek
οροθύνω — ὀροθύνω (ΑΜ) 1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω 2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό τού θ. ορ τού… … Dictionary of Greek