-
41 περιθαρσύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιθαρσύνω
-
42 περισκληρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκληρύνω
-
43 πορσύνω
A , [dialect] Ep. - ῠνέω (v.infr.): [tense] aor. , [dialect] Ep.πόρσῡνα Od.7.347
; imper.πόρσυνον S.Ichn.304
: also [full] πορσαίνω, [dialect] Ep.Iterat.πορσαίνεσκον A.R.4.897
: [dialect] Ep.[tense] fut.- ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphem. expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου.., πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen)κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411
; later [dialect] Ep.λέχος.. πορσυνέεις A.R.3.1129
;λέκτρον.. πορσαίνουσα Id.4.1107
, 1119.II generally, prepare, provide,τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8
; δαῖτα ib. 4(3).61;βίου τροφεῖα S.OC 341
;τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5
;παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med. 1020
;Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El. 625
;γαμβροῖς χάριν Id.Supp. 132
;τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47
:—[voice] Med., provide for oneself, .2 of evils,ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374
;τόνδε.. μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch. 911
, cf. E.Andr. 1063; μεγάλα κακά ib. 352;ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455
;δίκην Maiist.57
;π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17
:—[voice] Pass.,τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag. 1251
;ἐπορσύνθη κακά Id.Pers. 267
.3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer. 156;τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7
; ; ;τἄλλα πάντα Id.Aj. 1398
;πρᾶγμα π. μέγα Id.El. 670
;προκείμενον πόνον E.Alc. 1150
;μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89
:—[voice] Pass.,τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17
;ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9
;θεᾶς π. μῆτις
was accomplished,A.R.
1.802, cf. 2.1050.III treat with care, tend,ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν.. βρέφος Pi.O.6.33
; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things,τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151
; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε.. ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib. 278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορσύνω
-
44 πραΰνω
πρᾱΰνω, [dialect] Ion. [full] πρηΰνω [ῡ], [tense] fut. ῠνῶ: [tense] aor. ἐπράῡνα:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor.Aπρηϋνατο Nonn.D.29.276
:—[voice] Pass., [tense] fut.πραϋνθήσομαι Ph.1.135
, Gal. 13.478: [tense] aor. : [tense] pf. πεπράϋσμαι (v. infr.): ([etym.] πραΰς):— make soft, mild, or gentle, soothe, calm,πνοιὰς.. πρηΰνει Hes.Th. 254
;π. τινά h.Merc. 417
; π. ἕλκος soothe a raging sore, S.Ph. 650;π. τινὰ λόγοις A.Pers. 837
;π. τινὰς πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.47
;π. ὑπερήφανα ἔργα Sol.4.38
; ; τὸν θυμόν, τὸ θυμοειδές, Pl.Lg. 731d, R. 572a, cf. X.Eq.9.5:—[voice] Pass., become milder, abate,πρηϋνομένου τοῦ χειμῶνος Hdt.2.25
; of persons, grow milder, be appeased, ib. 121. δ', Pl.R. 440d, Arist.Rh. 1380a5.2 tame wild animals, οὐρῆας, κύνα, Hes.Op. 797, X.Mem.2.3.9; [ἐλέφαντα] π. καὶ ἡμερῶσαι Ael.NA10.10
:—[voice] Pass., πεπραϋσμένος πέρδιξ ib.4.16; opp. ἐγείρεσθαι, of horses, X.Eq.9.10;θῆρες ἀνὰ δρυμὰ πρηΰνονται Euph.177
( = Call.Fr.anon.74). -
45 προμαλακύνω
A = προμαλάσσω, Alex.Aphr.Pr.1.119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμαλακύνω
-
46 προπαροξύνω
προπαροξ-ύνω [ῡ],A pronounce with the acute accent on the antepenultimate, [voice] Act. and [voice] Pass., A.D.Pron.30.7, 50.5, al., Hdn.Gr.2.924, 926, Plu.2.845b.II [voice] Pass., have a premature access of fever, Gal.16.708.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπαροξύνω
-
47 σεμνύνω
σεμν-ύνω,= foreg.,A exalt, magnify,τὸν σαυτοῦ θεόν Pl.Phlb. 28b
;τῷ ω ¯ Id.Phdr. 244d
; , cf. Plt. 263d;ὑμᾶς D.19.238
;τὰ παρ' αὑτοῖς Id.23.212
; ταῦτα περὶ ἑωυτὸν ἐσέμνυνε thus did he throw a cloak of majesty about himself, Hdt.1.99.II [voice] Med. with [tense] aor. ἐσεμνυνάμην, to be grave, solemn, esp. affect a grave and solemn air, E.Fr. 924 (lyr.); , cf. Av. 727; ; : to be reserved, of a girl, E.IA 996: with part.,σεμνύνεσθαι ὥς τι ὄντε Pl.Phdr. 243a
;οὐ σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς ὑπερήφανόν τι διαπραττομένη Id.Grg. 511d
;σ. πολίτης ὤν Luc.Patr.Enc.2
; also σ. ἐπὶ πέντε καὶ εἴκοσι καταλόγῳ προγόνων to be proud of.., pique oneself on it, Pl.Tht. 175a, cf. Isoc. 16.29, D.19.235;ἔν τινι Id.18.258
: also c. dat.,ταῖς ἐξουσίαις Sosiph. 3.2
; τῷ σπανίως ὁρᾶσθαι ς. X.Ages.9.1, cf. 2, Hdn.1.5.5: rarely c. acc.,σ. τὴν μοιχείαν Id.5.7.3
: c. dupl. acc.,μητρόπολιν Ὑπάταν Hld. 2.34
;σ. διότι Plb.9.35.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνύνω
-
48 σκληρύνω
A harden, opp. μαλάσσω, Hp.Acut.45, Arist.HA 548b23:—[voice] Pass., with [tense] pf.ἐσκλήρυσμαι Hp.Liqu.6
, and - υμμαι, to be hardened, grow hard, Id.VM22, Thphr.Lap.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρύνω
-
49 συγκακύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκακύνω
-
50 συμπληθύνω
2 [voice] Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S.II give plural form to as well,σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17
:— [voice] Pass., take plural forms, ib.205.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπληθύνω
-
51 συναλγύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλγύνω
-
52 συναρτύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρτύνω
-
53 συνεπελαφρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπελαφρύνω
-
54 συνομαλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνομαλύνω
-
55 συνοξύνω
A bring to a point, PCair.Zen.54.7 (iii B.C.), Plb.6.22.4 ([voice] Pass.).II pronounce with the acute accent together with, in [voice] Pass., c. dat.,prob. in A.D.Adv.149.4, cf. Jo.Alex.p.38.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοξύνω
-
56 σφοδρύνω
A make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—[voice] Pass., to be or become so, σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in.., A.Pr. 1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c;νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563
, cf. 17(1).207; πόνος (pain)σφοδρυνόμενος Sor.2.21
: also in [tense] aor. [voice] Med., Poll.4.25.II intr. in Act..ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.Pr.1.73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφοδρύνω
-
57 φιαρύνω
A make bright and clean, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιαρύνω
-
58 ἀγαθαίνω
A = -ύνω, Simp. in Epict.p.70D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθαίνω
-
59 ἀγαθύνω
2 cheer,ἀγαθυνάτω σε ἡ καρδία Ec.11.9
:—[voice] Pass., to be of good cheer, rejoice greatly, 2 Ki.13.28, Da.6.23, al.II make good, Alex.Aphr. in Metaph.707.11, al., Procl.Inst.13, 122: [voice] Pass., Simp. in Epict.p.6D., al.b Astrol., make beneficent, in [voice] Pass., Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196, Jul.Laod.ib. 4.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθύνω
-
60 ἀμορφύνω
ἀμορφ-ύνω, = foreg., Antim.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμορφύνω
См. также в других словарях:
ιλαρύνω — (Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ 2. μέσ. ιλαρύνομαι χαίρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. ύνω (πρβλ. απαλ ύνω, φαιδρ ύνω)] … Dictionary of Greek
καρπύνω — (Μ) 1. αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι 2. κάνω κάποιον να αυξηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (Ι) + κατάλ. ύνω (πρβλ. επιμηκ ύνω, πληθ ύνω)] … Dictionary of Greek
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… … Dictionary of Greek
πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) … Dictionary of Greek
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek
επιθαρρύνω — ἐπιθαρρύνω και ἐπιθαρσύνω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρρ ύνω (< θάρρος)] … Dictionary of Greek
λαρύνω — (Α) βγάζω φωνή από τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, κατά τα ρ. σε ύνω. Η λ. χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει τη φωνή που βγάζουν τα περιστέρια] … Dictionary of Greek
λιγύνω — (Μ) ελαττώνω, λιγοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγαίνω, πιθ. κατά τα ρ. σε ύνω] … Dictionary of Greek
οροθύνω — ὀροθύνω (ΑΜ) 1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω 2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό τού θ. ορ τού… … Dictionary of Greek