-
1 ζεφυρηΐς
Aζεφύριος, ἀκτή Posidipp.
ap. Ath.7.318d codd. (- ίτιδος Valck.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεφυρηΐς
-
2 μηκωνῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηκωνῖτις
-
3 ἰσοπολίτης
A enjoying equal political rights, τινὰς τοῖς Μακεδόσιν ποιήσας ἰ. J. AJ12.1.1, cf. LXX 3 Ma.2.30, GDI5183.25 ([place name] Crete), Inscr.Magn.34.28, al., IPE12.357.2 enjoying reciprocity of rights, of the citizens of Roman municipia, D.H.8.76:—fem. [suff] ἰσοπολῑτ-πολῖτις, ίτιδος, of cities enjoying such rights, αἱ ἰ. πόλεις,= municipia, App.BC1.10.3 equitable citizen, POxy.41.28 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοπολίτης
-
4 ὀζαινίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀζαινίτης
-
5 πήνη
Grammatical information: f.Derivatives: πηνίον, Dor. πᾱν-, n. `spool with the thread reeled around it' (Ψ 762, Thphr., AP), also metaph. of a kind of puppet (Ar. Fr. 377, Arist.); Πηνῖτις (Πᾱν-), - ίτιδος f. "weaveress", surn. of Athena (Ael., AP), Πανίτης m. name of a Messenian (Hdt.; Redard 193 a. 211). Denominat. πηνίζομαι, Dor. πανί-σδομαι (Theoc.), also w. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, `to reel, to reel off, from' (com., Arist., Thphr.) with πήνισμα n. `reeled wool' (Ar. Ra. 1315 [parody of A. ], AP.).Etymology: With πήνη, πῆνος are compared since Curtius and Fick some Lat. and Germ. words for `(piece of) cloth, piece': Lat. pannus (- nn- expressive?), Goth. OE fana, OHG fano m., NHG Fahne, all with IE a (Germ. also IE ŏ) against ā in πήνη. As already the relations between pannus and the Germ. ords because of the form has been doubted (Ernout-Meillet), the connection with πήνη because of the also deviating meaning seems still more doubtful. Further connection with the verb for `spin' (s. πένομαι) is also quite hypothetic. -- Rich lit. and numerous details in WP. 2, 5, Pok. 788, W.-Hofmann s. pannus; cf. also Vasmer Russ.et.Wb. s. opóna.Page in Frisk: 2,529-530Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πήνη
См. также в других словарях:
Πανορμίτις — ίτιδος, ἡ, Α η χώρα τού Πανόρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάνορμος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. Ζεφυρ ίτις)] … Dictionary of Greek
Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] … Dictionary of Greek
Χανανίτις — ίτιδος, ἡ, Μ 1. (για πρόσ.) γυναίκα κάτοικος ή καταγόμενη από τη Χαναάν 2. συνεκδ. ως επίθ. ευτελής, τιποτένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαναάν + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. Λιβαν ῖτις)] … Dictionary of Greek
ραφανίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος κρίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. σταχυ ῖτις)] … Dictionary of Greek
σαΐτις — ίτιδος, ἡ, Α ονομασία εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάϊς, ονομ. πόλης τής Αιγύπτου + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κυαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
σαρκίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεραμ ῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek
σησαμίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. α) (για την γη) αυτή που είναι σπαρμένη με σουσάμι β) (για έδεσμα) αυτή που είναι παρασκευασμένη με σουσάμι 2. το φυτό σησαμίς*, η ρεζεντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. θαμν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σκυλακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) προστάτιδα τών κυνηγετικών σκύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. πελαργ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τετραοδίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) αυτή που συχνάζει στα σταυροδρόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράοδος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. τριοδ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τευχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος τού φυτού σχοίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. βοτρυ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τεφρίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ὀνυχ ῖτις)] … Dictionary of Greek