Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πήνισμα

См. также в других словарях:

  • πήνισμα — woof on the spool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήνισμα — τὸ, Α [πηνίζομαι] 1. το νήμα που είναι περιτυλιγμένο στο μασούρι, το υφάδι 2. ύφασμα («ἱστότονα πηνίσματα», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • πηνισμάτων — πήνισμα woof on the spool neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίσματα — πήνισμα woof on the spool neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»