-
21 χρυσίδιον
χρῡσ̱ίδιον, χρυσίδιονa small piece of gold: neut nom /voc /acc sg -
22 αὐγάζω
Aηὔγᾰσα AP7.726
(Leon.):—[voice] Pass., v. infr.: ([etym.] αὐγή):—view in the clearest light, see distinctly, discern, S.Ph. 217 (lyr.), AP9.221 (Marc. Arg.);τὸν ἴδιον νοῦν οἷα πρὸς κάτοπτρον Ph.2.156
:—also in [voice] Med., Il.23.458, Hes.Op. 478, A.R.1.155, Call. Dian. 129, AP9.349 (Leon.);αἰ δὲ λῇς αὐγάσδεο Carm.Pop.18
:— [voice] Pass., αὐγασθεῖσα being mirrored in the smooth water, dub. in S. Fr.598.6; simply, appear, Max.11,al., dub. in Orph.Fr. 284.2 metaph., enlighten, 2 Ep.Cor.4.4; set in a clear light, Ph.1.659,al.III intr., appear bright or white, LXXLe.13.25, al.; shine, PMag.Par.1.2558, 2.143. -
23 βακτηρίδιον
A s.v. κάλιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βακτηρίδιον
-
24 βαλανίδιον
βᾰλᾰν-ίδιον, τό,A small bathing-establishment,δημόσιον β. POxy. 1430.13
(iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανίδιον
-
25 βατραχίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βατραχίδιον
-
26 βεμβράς
A = μεμβράς, Aristomen. 7, Numen. ap. Ath.7.287c: —[var] Dim. [full] βεμβ<ρ>ίδιον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεμβράς
-
27 βλωμός
βλωμ-ός, ὁ,A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr. 240; cf. ὀκτάβλωμος: —[var] Dim. [suff] βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: [full] βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>. 114e.II βλωμοί· στραβοί, Hsch. -
28 βοιωτιάζω
II side with the Boeotians, in politics, etc., X.HG5.4.34, Aeschin.3.139:—also [suff] βοιωτ-ίζω, Plu.2.575d codd. [suff] βοιωτ-ίδιον [τῑ], τό, Dim. of Βοιώτιος, Ar.Ach. 872.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοιωτιάζω
-
29 βολβάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βολβάριον
-
30 βοτανίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτανίδιον
-
31 γαληνίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαληνίδιον
-
32 γλαυκίδιον
2 Dim. of γλαύξ, IG2.735.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκίδιον
-
33 γλωσσίδιον
II Dim. ofγλωττίς 11
, Porph.in Harm.p.273.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωσσίδιον
-
34 γνωμίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμίδιον
-
35 γραμματίδιον
A v. γραμματείδιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματίδιον
-
36 γραφείδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραφείδιον
-
37 γυμνασίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασίδιον
-
38 δακτυλίδιον
A ring, IG11(2).161B119 (Delos, iii B. C.), BGU1104.13 (8 B.C.), PAmh.126.55 (ii A. D.), Poll.2.155, 5.100, BGU843.8, etc., but rejected by Atticists, cf. AB88.II [full] δακτυλίδιον [pron. full] [λῐ], τό, Dim. of δάκτυλος, toe, Ar. Lys. 417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλίδιον
-
39 δεσμίδιον
2 small bandage, Antyll. ap. Orib.44.23.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμίδιον
-
40 δεσποτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτίδιον
См. также в других словарях:
Ίδιον — (idion) (греч.) собственное. Неотделимый признак. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ίδιον — το (ΑΜ ἴδιον) βλ. ίδιος … Dictionary of Greek
ἰδίον — ἰδέω know pres part act masc voc sg (doric) ἰδέω know pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰ̱δίον , ἰδίω sweat pres part act masc voc sg ἰ̱δίον , ἰδίω sweat pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδιον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴδιος one s own masc/fem acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἴ̱διον , ἰδίω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασ(ε)ίδιον — κρασ(ε)ίδιον, τὸ (Α) κόλλα από μίγμα αλεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίδιον < κρᾶσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον. Ο τ. κρασείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη γραφή και προέρχεται από τη γενική κράσεως + κατάλ. ίδιον (πρβλ. ταξίδιον: ταξείδιον)] … Dictionary of Greek
συγκτησ(ε)ίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σύγκτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκτησις + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. σακκ ίδιον)] … Dictionary of Greek
πραξ(ε)ίδιον — τὸ, Α [πρᾱξις] υποκορ. τ. τού πράξις … Dictionary of Greek
υποληψ(ε)ίδιον — τὸ, Α [ὑπόληψις] υποκορ. μικρή υπόθεση, υπόνοια … Dictionary of Greek
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek