-
1 δεσμίς
δεσμίςfem nom sg -
2 δεσμίς
-
3 δεσμίδα
δεσμίςfem acc sg -
4 δεσμίδας
δεσμίςfem acc pl -
5 δεσμίδι
δεσμίςfem dat sg -
6 δεσμ'
δεσμί, δεσμίςfem voc sgδεσμά, δεσμόςband: neut nom /voc /acc plδεσμέ, δεσμόςband: masc voc sg -
7 δέσμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσμημα
-
8 δεσμίδιον
2 small bandage, Antyll. ap. Orib.44.23.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμίδιον
-
9 στηθοδέσμη
στηθο-δέσμη, ἡ, woman'sA breast-band, EM749.44; also [suff] στηθο-δεσμία, ἡ, Sor.1.55; [suff] στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXXJe.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; [suff] στηθό-δεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—[var] Dim. [suff] στηθο-δέσμιον, τό, EM749.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηθοδέσμη
-
10 ἐνδεσμίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδεσμίς
-
11 ἐπιδεσμίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδεσμίς
-
12 δέω 1
δέω 1.Grammatical information: v.Meaning: `bind'.Other forms: Aeol. etc. δίδημι (s. below), aor. δῆσαι, perf. Med. δέδεμαι (Il.), with δέδεκα (Att.), aor. pass. δεθῆναι (Att.)Derivatives: - δημα (as simplex [= Skt. dā́man-, s. below] only sch. A. R. 2, 535) esp. in ὑπόδημα `shoe, sandal' (Od.) with ὑποδημάτιον (Hp.), ὑποδηματάριος `shoemaker' (Hypata IIp), διάδημα `band, diadem' (X.) with διαδηματίζομαι (Aq.); sec. zero grade in δέμα (Plb.). δεσμός, pl. also δεσμά, δέσματα `band, fetter' (Il.; on σμ- Schwyzer 493 and Chantraine 140f.) with several deriv: δέσμιος `fettered' (trag.), δεσμίης μαστιγίας, ὅς ἄξιός ἐστι δεσμῶν H., δεσμίς (Hp.), δεσμίδιον (Dsc.), δεσμάτιον (Sch.), δεσμώματα pl. `fetters' (A.); δεσμώτης `prisoner' and δεσμωτήριον `prison' (Ion.-Att.); denomin. δεσμεύω `bind, fetter' (Hes.) with rare δεσμευτής (Sch.), δεσμευτικός (Pl.), δεσμευτήριον (pap.), δέσμευσις (pap.); δεσμέω `id.' (hell. and late) with δέσμημα (Tz.); - ἀναδέσμη `band for the hair of women' (Χ 469), δέσμη `bundle' (Att.). δέσις `binding etc.' (Pl.), esp. ὑπό-δεσις `binding of shoes, sandals' (Ion.- Att.). δεταί pl. `torch, fire' (Λ 554, Ar. V. 1361, H.); rather verbal noun `binding, bundle' than from δετός (Opp.); dimin. δετίς (Gal.). δητοί pl. `bundle' ( Sammelb. 1, 5, IIIp). - δετήρ, - δέτης in ἀμαλλο-δετῆρες `binder of sheaves' (Σ 553, 554; s. Chantr. Form. 323; right in) ἀμαλλο-δέται (Theok., AP) as ἱππο-δέτης (S.), κηρο-δέτας (E. in lyr.). δέμνια, κρήδεμνα s. v.Etymology: Directly agree δετός ( διά-δετος A., δετός Opp.) and Skt. ditá- `bound' as well as δῆμα ( ὑπό-δημα etc.; s. above) and Skt. dā́man- `band'. Of the presents δίδημι (Λ 105) is prob. an innovation to δήσω, δῆσαι etc. after θήσω: τίθημι. The ε-vowel in δέω, δέσις, δετός etc. like that in τί-θε-μεν, θέσις etc. must be the zero grade dh₁- beside dē- in δήσω etc.; (the Skt. pres. - dyati (ā́-dyati) `bind' from *dh₁-i̯e-ti.).Page in Frisk: 1,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέω 1
См. также в других словарях:
δεσμίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμίς — η βλ. δεσμίδα … Dictionary of Greek
δεσμίδα — δεσμίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμίδας — δεσμίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμίδι — δεσμίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμίδα — η (AM δεσμίς) [δέσμη] μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» ένα μικρό μάτσο δυόσμο) νεοελλ. ανατ. «δεσμίδα νευρική» συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες… … Dictionary of Greek
δεσμίδιο — το (AM δεσμίδιον) [δεσμίς] νεοελλ. βοτ. γένος μονοκύτταρων φυτών, τής τάξης τών Συζυγών, τής οικογένειας Δεσμιδιίδες αρχ. μσν. μικρή δεσμίδα αρχ. μικρός επίδεσμος … Dictionary of Greek
δεσμίζω — (Μ) [δεσμίς] συσκευάζω σε δεσμίδες … Dictionary of Greek
Παπαδοπούλου, Αλεξάνδρα — (1868 – 1907). Ελληνίδα παιδαγωγός και συγγραφέας από την Κωνσταντινούπολη. Μετά τις σπουδές της δίδαξε σε δημοτικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης, του Βουκουρεστίου και της Θεσσαλονίκης. Αρχικά με το ψευδώνυμο Σατανίσκη και αργότερα με το όνομά… … Dictionary of Greek
ԿԱՊԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c գ. δέσμα, δέσμωμα, δεσμίς ligamen, vinculum. Որպէս գործի կապելոյ, կապ, կապանք. պարան. լար. զօդ. ... *Կտաւեղէն կապարան (պատանք): Ի կապարենէն արձակէ յանիծից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δεσμ' — δεσμί , δεσμίς fem voc sg δεσμά , δεσμός band neut nom/voc/acc pl δεσμέ , δεσμός band masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)