-
121 παλλακίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλλακίδιον
-
122 παραβλέπω
A look aside, take a side look, Ar.Ra. 411; π. θατέρῳ (sc. ὀφθαλμῷ) look suspiciously with one eye, Id.V. 497 (also, peep out of the corner of one's eye, Id.Ec. 498); opp. ἀτενίζω, Arist.Mete. 343b13; τῷ ὀφθαλμῷ π. καὶ δεινὸν δέδορκε looked askance, Nicostr. ap. Stob. 4.22.102.II overlook,τί τἀλλότριον.. κακὸν ὀξυδερκεῖς, τὸ δ' ἴδιον παραβλέπεις
;Com.Adesp.
359, cf. Plb.6.46.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλέπω
-
123 παρακατέχω
A keep back, detain, Plb.1.66.5, etc.; restrain, τινας Th.8.93; τὴν ὁρμήν τινος, τὸν ἴδιον θυμόν, Plb.5.67.11, 15.4.11; π. τὰς ὠδῖνας check them, D.S.4.9; π. τὰ ὑγρά checks their circulation, Heraclid.Tar. ap. Ath.2.64f.II [voice] Pass., to be detained,ὑπὸ τοῦ Σαράπιος UPZ8.19
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακατέχω
-
124 παραλουργίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλουργίδιον
-
125 παραρτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτίδιον
-
126 παραστιχίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστιχίδιον
-
127 παραψίδιον
A small dish, PLond. 1.124.2 (iv/v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραψίδιον
-
128 παροψίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροψίδιον
См. также в других словарях:
Ίδιον — (idion) (греч.) собственное. Неотделимый признак. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ίδιον — το (ΑΜ ἴδιον) βλ. ίδιος … Dictionary of Greek
ἰδίον — ἰδέω know pres part act masc voc sg (doric) ἰδέω know pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰ̱δίον , ἰδίω sweat pres part act masc voc sg ἰ̱δίον , ἰδίω sweat pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδιον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴδιος one s own masc/fem acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἴ̱διον , ἰδίω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασ(ε)ίδιον — κρασ(ε)ίδιον, τὸ (Α) κόλλα από μίγμα αλεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίδιον < κρᾶσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον. Ο τ. κρασείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη γραφή και προέρχεται από τη γενική κράσεως + κατάλ. ίδιον (πρβλ. ταξίδιον: ταξείδιον)] … Dictionary of Greek
συγκτησ(ε)ίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σύγκτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκτησις + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. σακκ ίδιον)] … Dictionary of Greek
πραξ(ε)ίδιον — τὸ, Α [πρᾱξις] υποκορ. τ. τού πράξις … Dictionary of Greek
υποληψ(ε)ίδιον — τὸ, Α [ὑπόληψις] υποκορ. μικρή υπόθεση, υπόνοια … Dictionary of Greek
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek