Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άτρια

См. также в других словарях:

  • Άτρια — (Αστρον.). Ονομασία του αστερισμού του Νότιου Τριγώνου. Έχει αστρικό μέγεθος 1,93 και είναι γίγαντας αστέρας, που απέχει από τη Γη 82 έτη φωτός. Ο αστερισμός αυτός είναι αόρατος από την Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • ἄτρια — ἄτριον neut nom/voc/acc pl ἄ̱τρια , ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτρι' — ἄτρια , ἄτριον neut nom/voc/acc pl ἄ̱τρια , ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phratry — A phratry (Greek: φ(ρ)ατρία, English translation: brotherhood , kinfolk , derived from φρατήρ meaning brother ) was an anthropological term for a kinship division consisting of two or more distinct clans which are considered a single unit, but… …   Wikipedia

  • Atri, Italy — Infobox CityIT official name = Comune di Atri img coa = Atri Stemma.png img coa small = image caption = Atri Cathedral region = RegioneIT|sigla=ABR province = ProvinciaIT (short form)|sigla=TE (TE) mayor = mayor party = elevation footnotes =… …   Wikipedia

  • Hatria — (Greek: polytonic|Ἀτρία) may refer to: *Hatria is an alternative spelling for the Etruscan city that is now Adria in the Veneto region of Northern Italy. *Hatria is an alternative spelling for the city that is now Atri in the Abruzzo region of… …   Wikipedia

  • Atri, Abruzzo — Atri   Comune   Comune di Atri Atri Cathedral …   Wikipedia

  • ακροατής — ο θηλ. άτρια 1. αυτός που παρακολουθεί κάποιο ακρόαμα: Οι ακροατές καταχειροκρότησαν τον ομιλητή. 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα χωρίς να είναι κανονικός σπουδαστής: Στην τάξη μας είχαμε και δυο ακροατές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεπαναστάτης — ο θηλ. άτρια αυτός που κάνει αντεπανάσταση: Πολλοί χαρακτηρίστηκαν αντεπαναστάτες μόνο και μόνο για να εξοντωθούν από αδίσταχτους αντιπάλους τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικαταστάτης — ο θηλ. άτρια αυτός που αντικατασταίνει, αναπληρώνει: Δεν ήρθε ακόμη ο αντικαταστάτης του διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαναστάτης — ο θηλ. ισσα και άτρια 1. αυτός που επαναστατεί, που μετέχει σε επανάσταση, στασιαστής, κινηματίας. 2. άνθρωπος με επαναστατικές αρχές, άτομο που έχει ροπή σε ριζικές και βίαιες μεταβολές. 3. μέλος επαναστατικής οργάνωσης. 4. άτομο που ρέπει στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»