Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δελφῑν-άριον

См. также в других словарях:

  • κηρωτάριον — κηρωτάριον, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. βεστι άριον, δελφιν άριον] …   Dictionary of Greek

  • κριάρι — Βλ. λ. κριός ή κριάρι. * * * το (Μ κριάριον και κριάριν και κριάρι) το αρσενικό πρόβατο και ιδίως ο επιβήτορας που έχει δυνατά συνεστραμμένα κέρατα νεοελλ. παροιμ. «τού φτωχού τ αρνί κριάρι δεν γίνεται» ο φτωχός δεν προκόβει ή δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»