-
21 δισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισκάριον
-
22 δοξάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοξάριον
-
23 δουλάριον
δουλ-άριον, τό, Dim. of δούλη, Ar.Th. 537, Metag.19, etc.; not used of male slaves, acc. to Luc.Lex.25, but cf. Arr.Epict.2.21.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλάριον
-
24 ζωμάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμάριον
-
25 ζωνάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωνάριον
-
26 θηκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηκάριον
-
27 θυρσάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσάριον
-
28 καθεδράριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεδράριον
-
29 καλαμάριον
A reed-case, pen-case, Lyd.Mag.2.14, PLond.3.1007.5 (vi A.D.).II = τευθίς, Sch.Opp.H.3.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμάριον
-
30 κελλάριον
A cupboard for glasses,κ. τριλάγυνον POxy.741.12
(ii A.D.), PLond.2.191.9 (ii A.D.); store-chamber, POxy.1851 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλάριον
-
31 κεντηνάριον
κεντην-άριον, τό,A weight of 100 lbs., Edict.Diocl.18.5, Olymp.Hist.p.469D., Men.Prot.p.100 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντηνάριον
-
32 κερατάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατάριον
-
33 κερδάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδάριον
-
34 κιβωτάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιβωτάριον
-
35 κλεπτάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεπτάριον
-
36 κλινάριον
κλῑν-άριον, τό, Dim. of κλίνη, Ar.Fr. 239, Act.Ap.5.15, Arr.Epict. 3.5.13, POxy.1645.9 (iv A.D.); τὰ κ. τὰ ἐνδιδόντα elasticGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινάριον
-
37 κνισάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισάριον
-
38 κογχάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχάριον
-
39 κοινάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινάριον
-
40 κοιτάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτάριον
См. также в других словарях:
Ἄριον — Ἄριος masc acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg Ἄριος masc/fem acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄριον — ἄριοι masc acc sg ἄριοι neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επιστολάριο — το 1. σύντομη επιστολή, μικρό γράμμα 2. βιβλίο που περιέχει συλλογή επιστολών κατάλληλων για διάφορες περιστάσεις καθώς και οδηγίες για την αλληλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα υποκοριστικού άριον (πρβλ. σημειωματ άριον, ανθρωπ άριον] … Dictionary of Greek
ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] … Dictionary of Greek
ηθμάριον — ἠθμάριον, τὸ (Α) (στον Ησύχ.) υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον] … Dictionary of Greek
ηλάριον — ἡλάριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ (τού ήλος) + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, ιππ άριον)] … Dictionary of Greek
θεοτοκάριον — Λειτουργικό βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Περιέχει ύμνους για τη Θεοτόκο γραμμένους από 22 υμνογράφους. * * * το (Μ θεοτοκάριον) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει πενήντα έξι κανόνες προς τιμήν τής θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοτόκος + άριον… … Dictionary of Greek
θυρσάριον — θυρσάριον, τὸ (Α) 1. μικρός θύρσος* 2. (για λαχανικά) το μέρος που προεξέχει, η κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + άριον (πρβλ. βιβλι άριον, σημειωματ άριον)] … Dictionary of Greek