Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὦλξ

См. также в других словарях:

  • ὤλξ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • u̯elk-1 —     u̯elk 1     English meaning: to drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen”     Material: Av. varǝk “ziehen, drag” only with Präverbien: aipivarǝčainti “ziehen ein Kleidungsstũck darũber an”; Lith. velkù (vil̃kti ), O.C.S. vlěkǫ “pull, drag” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …   Dictionary of Greek

  • ὦλκα — αὖλαξ furrow fem acc sg (epic) ὤλξ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦλκας — αὖλαξ furrow fem acc pl (epic) ὤλξ fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»