Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οκος

См. также в других словарях:

  • άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …   Dictionary of Greek

  • ίσοξ — ἴσοξ, οκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ποιὸς κητώδης» είδος μεγάλου ψαριού …   Dictionary of Greek

  • κέλοξ — κέλοξ, οκος, ὁ (Α) είδος μικρού πλοίου, κέλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. celox, ocis «κέλης»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»