-
1 ακρέσπερος
-
2 ἀκρέσπερος
-
3 ἀκρέσπερος
ἀκρ-έσπερος, ον,A on edge of evening (ἄκρος 11
), hence, at nightfall, Nic.Th.25 (cf. Sch.), AP7.633 (Crin.); τὴν ἀκρέσπερον [ νύκτα] Arist.HA 619b21, as cited by Ath.8.353b ( ἀρχέσπερον codd. Ath., ἄχρις ἑσπερίου codf. Arist.):—neut. ἀκρέσπερον as Adv., Theoc.24.77; but, on approach of evening, Hp.Epid.7.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρέσπερος
-
4 ακρέσπερον
ἀκρέσπεροςon edge of evening: masc /fem acc sgἀκρέσπεροςon edge of evening: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀκρέσπερον
ἀκρέσπεροςon edge of evening: masc /fem acc sgἀκρέσπεροςon edge of evening: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀρχέσπερος
ἀρχέσπερος, ον,A v. ἀκρέσπερος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέσπερος
-
7 ἑσπέριος
I of Time, towards evening, Hom., esp. in Od., usu. with Verbs,ἑ. δ' εἰς ἄστυ..κάτειμι Od.15.505
; ;ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452
;ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38
; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422 ; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA 619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑ. ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose,ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσπέριος
См. также в других словарях:
ακρέσπερος — ἀκρέσπερος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην αρχή τής νύχτας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρέσπερον όταν πέφτει η νύχτα, το απόβραδο, το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἕσπερος] … Dictionary of Greek
ἀκρέσπερος — on edge of evening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρέσπερον — ἀκρέσπερος on edge of evening masc/fem acc sg ἀκρέσπερος on edge of evening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρεσπέριος — ἀκρεσπέριος, ία, ιον (Α) ο ακρέσπερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἑσπέριος] … Dictionary of Greek
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek