-
61 ώδών
-
62 ᾠδῶν
-
63 ώδάν
-
64 ᾠδάν
-
65 ώδάς
-
66 ᾠδάς
-
67 ώδήν
-
68 ᾠδήν
-
69 Εὔμητις
Εὔμητις daughter of Pindar, according to Vit. Pind. P. Oxy. 2438, 24sq. Πρ]ω[το]μάχην κα[ὶ Εὔμητι]ν ὧν μνημονε[ύει ἐν τ]ῇ ᾠδῇ ἧς ἡ ἀρχή· ὁ Μοισαγέτας με (supp. Lobel) = fr. 94c. -
70 Κασμύλος
Κασμύλος a Rhodian boxer, victor in Isthmian games. test., Σ Lucian. p. 255, 23, ἐν τῇ ὠδῇ τῶν Ἰσθμιονικῶν τῇ ἐς Κασμύλον Ῥόδιον πύκτην (Rohde: Κάσμηλον codd.) cf. Σ fr. 6b. b. & fr. 2 titulum. -
71 καύχα
1 vaunt θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος ( καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως ᾠδή. Σ.) N. 9.7 -
72 μοῖρα
1a portion, (c. partit. gen.)ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων· εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99
b due (share) c. appositive gen. ( Ἑρμᾶν) ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων contests as his due O. 6.79 ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd., fort. recte) O. 7.76 εὔχομαι (sc. σε) ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν as regards the blessings that are their due O. 8.86 τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται happiness as your due P. 3.84 ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ during the banquet, which was their due P. 4.127ἐκάλειφιλίαν νόστοιο μοῖραν P. 4.196
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν contests, which are allotted to them N. 10.53 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ i. e. two prizes allotted to him I. 3.10 πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτοκαλῶν I. 5.15
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.c destinyIἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.17
μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν N. 9.29
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.43
II doom Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων ( ἄνυσσεν v. l.: “ein Wortspiel,” Wil., 146) P. 12.12ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.64
πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 117a. < μοῖρα> (supp. Bergk) Θρ. 3. 8.2 pro pers.a sing., as personification of 3 supra. Apportioning, Destinyὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.21
οὕτω δὲ Μοῖρ' ἅ τε πατρώιον τῶνδ ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον, ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.35
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
b pl., the Fates, viz. Klotho O. 1.26, I. 6.8; Lachesis O. 7.64, Πα. 12. 77; Tyche fr. 41: in the company of Eleithuia O. 6.42, N. 7.1, Πα. 12. 17; of Time O. 10.52τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
Μοῖραι δ' ἀφίσταντ P. 4.145
Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων N. 7.1
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.18
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον fr. 30. 3. test., Paus., 7. 26. 8., ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τ' ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41.3 fragg. ἔμαθον δ' ὅτι μοιραν[ Πα. 13. c. 5. ]εοι μοῖρ' ἔνθα[ Θρ.. 11. ]μοιραν εχ[ ?fr. 337. 15. -
73 Πρωτομάχα
Πρωτομάχα (?) daughter of Pindar; test., Vit. Pind., P. Oxy. 2438, 24ff. Πρ]ω[το]μάχην κα[ὶ Εὔμητι]ν ὧν μνημονε[ύει ἐν τ]ῇ ᾠδῇ ἦς ἡ ἀρχή· ὁ Μοισαγέτας κτἑ fr. 94c. -
74 τύχα
τύχα (-α, -ας, -ᾳ, -αν, -αις.)1 luck, (good) fortuneΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
καί νυν ἐν Πυθῶνί νιν ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ P. 9.72
γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
τύχᾳ δὲ μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.25ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.31
ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. esp. dat. c. gen., of fortune sent by a divinity, by grace of,ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακών O. 8.67
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
“ τύχᾳ θεῶν ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” P. 8.53ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
pl.,θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις P. 8.72
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61
, pro pers.,παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.2
, cf. fr. 38. φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39. ἀπειθὴς (sc. Τύχα) — δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον fr. 40. test., Paus., 7. 26. 8, ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41. -
75 θελξίμβροτος
θελξῐ-μβροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελξίμβροτος
-
76 κιθαρῳδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρῳδικός
-
77 κωμαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμαστικός
-
78 λέξις
A speech, opp. ᾠδή, Pl.Lg. 816d; λ. ἢ πρᾶξις speech or action, Id.R. 396c; ὁ τρόπος τῆς λ. ib. 400d; τὰ λέξει δηλούμενα orders given by word of mouth, Arr.Tact.27.2.2 diction, style, ἡ ἐνθάδε λ. the style used here (in courts of justice), Pl.Ap. 17d; Μούσης λ. poetical diction, Id.Lg. 795e, cf. Arist.Rh. 1410b28, Po. 1450b13, etc.; περὶ Λέξεως, title of work by Ephorus, Theon Prog. 2.II a single word or phrase, Arist.Rh. 1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a meaningless word, such as βλίτυρι, Diog.Stoic.3.213;ταῖς λ. κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10
; αὐταῖς λέξεσι or κατὰ λέξιν word for word, D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; laterἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14
(vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, κρατῶ καὶ τῆς λ. the very words, Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.3 Gramm., a word peculiar in form or signification: hence λέξεις is the older term for a glossary, Ῥοδιακαὶ λέξεις a glossary of Rhodian phrases, Ath.11.485e; cf.γλῶσσα 11.2
. -
79 μεθύμνιον
μεθ-ύμνιον· τὸ μετὰ τὸν ὕμνον, ἢ ἡ μετὰ μέθης ᾠδή, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθύμνιον
-
80 μουσῳδός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσῳδός
См. также в других словарях:
ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… … Dictionary of Greek
-ώδη — Ν επίθημα πληθυντικού αριθμού, που απαντά σε επιστημονικούς όρους τής Νέας Ελληνικής και δηλώνει ταξινομικές ομάδες φυτών ανώτερες τής οικογένειας (πρβλ. αμαρυλλιδ ώδη, μυρτ ώδη, ροδ ώδη, ψιλοφυτ ώδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού νεολατ.… … Dictionary of Greek
ᾠδῇ — ἀοιδή song fem dat sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδή — ἀοιδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδή — η 1. λυρικό άσμα, τραγούδι: Διαβάζει τις ωδές του Οράτιου. 2. σύστημα τροπαρίων της ορθόδοξης εκκλησίας που έχουν τον ίδιο ρυθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὥδη — ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (doric) ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδῆ — ἀϊδῆ , ἀιδής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤδη — οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδέω swell imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγινελ(λ)ώδη — τα, Ν βοτ. τάξη φυτών με μοναδικό αρτίγονο και χαρακτηριστικό γένος την σελαγινέλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. selaginellales (βλ. σελαγινέλ[λ]α)] … Dictionary of Greek
ODE — Graece Ὠδὴ, titulus librorum Horatii, cui a canendo nomen. Scaliger Poetices. l. 1. c. 44. Proxima heroica maiestati Lyrica nobilitas; ut illa a cantu Rhapsodia et Epos: ita haec Ode, et μέλος et μολπὴ. Neque enim ea sine cantu atque lyra… … Hofmann J. Lexicon universale
παλινωδώ — (Α παλινῳδώ έω) ανακαλώ όσα είπα προηγουμένως αρχ. 1. ψάλλω ωδή αντίθετη με την προηγούμενη 2. επαναλαμβάνω ωδή 3. (γενικά) επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῳδῶ (< ῳδός < ὠδή), πρβλ. κιθαρ ωδώ] … Dictionary of Greek