-
1 εύμητις
-
2 εὔμητις
-
3 Εὔμητις
Εὔμητις daughter of Pindar, according to Vit. Pind. P. Oxy. 2438, 24sq. Πρ]ω[το]μάχην κα[ὶ Εὔμητι]ν ὧν μνημονε[ύει ἐν τ]ῇ ᾠδῇ ἧς ἡ ἀρχή· ὁ Μοισαγέτας με (supp. Lobel) = fr. 94c. -
4 εὔμητις
A wise, prudent, Opp.H.5.97, AP9.59.8 (Antip. <Thess.>), prob. in Phld.Rh.2.14 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔμητις
-
5 ευμήτιδος
-
6 εὐμήτιδος
-
7 εύμητιν
-
8 εὔμητιν
См. также в других словарях:
εύμητις — εὔμητις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) συνετός, σοφός, φρόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήτις «σοφία»] … Dictionary of Greek
εὔμητις — wise masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμήτιδος — εὔμητις wise masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμητιν — εὔμητις wise masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)