Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὤσχος

См. также в других словарях:

  • ὦσχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώσχος — ὁ, Α βλ. όσχος …   Dictionary of Greek

  • ὠσχοί — ὦσχος masc nom/voc pl ὠσχός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠσχούς — ὦσχος masc acc pl ὠσχός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦσχε — ὦσχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦσχον — ὦσχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσχος — ο (Α ὄσχος και ὦσχος) νεοελλ. αρχιτεκτονική, γλυπτική ή ζωγραφική ελικοειδής απεικόνιση κλαδιού αμπελιού που καταλήγει σε φύλλα και σταφύλια, για διακόσμηση εικονοστασίων, εσωτερικού οικιών, δαπέδων κ.ά. χώρων αρχ. νεαρό κλήμα αμπέλου με τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»