Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φιλό-λῐθος

См. также в других словарях:

  • ισόλιθος — ἰσόλιθος, ον (Μ) όμοιος με λίθο, δηλαδή ανόητος, αμβλύνους, «ντουβάρι», «στουρνάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. λευκό λιθος, φιλό λιθος] …   Dictionary of Greek

  • τηκόλιθος — ὁ, ΜΑ (για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλό λιθος)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»