-
1 ακρογωνιαίος
ακρογωνιαίος, -α, -ο1) краеугольный камень, полагающийся в основание фундамента;2) Христос:Ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας — Христос – краеугольный камень Церкви
Этим.< ακρογωνιαίος < άκρος + γωνιαίος < γωνία «край + угол». Словосочетание «краеугольный камень» употребляется в Новом Завете по отношению к Христу как основанию Церкви:εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου αυτού Χριστού Ιησού (Εφ. 2, 20) — быв утверждены на основании Апостолов и пророков, имея Самого Иисуса Христа краеугольным камнем (Еф. 2, 20)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακρογωνιαίος
-
2 ακρογωνιαιος
-
3 ακρογωνιαίος
αία, ο[ν] краеугольный;ακρογωνιαίος λίθος — краеугольный камень
-
4 ἀκρογωνιαῖος
{прил., 2}краеугольный (краеугольным называется большой камень, положенный в углу основания и играющий важнейшую роль в поддержании всего строения).Ссылки: Еф. 2:20; 1Пет. 2:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκρογωνιαῖος
-
5 ακρογωνιαίος
{прил., 2}краеугольный (краеугольным называется большой камень, положенный в углу основания и играющий важнейшую роль в поддержании всего строения).Ссылки: Еф. 2:20; 1Пет. 2:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακρογωνιαίος
-
6 ἀκρογωνιαῖος
краеугольный (краеугольным назывался большой камень, положенный в углу основания и играющий важнейшую роль в поддержании всего здания).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκρογωνιαῖος
-
7 λιθος
1) камень(ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.)
ἐν παντὴ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. — за каждым камнем таится скорпион;εἰς πέτρας τε καὴ λίθους σπείρειν погов. Plat. — сеять на скалах и камнях;λίθον ἕψειν погов. Arph. — варить камень;λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα;λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος2) каменная глыба ( служившая общественной трибуной), трибуна(τοῦ κήρυκος Plut.)
τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. — предстать перед (судейской) трибуной3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.5) пробный камень(λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.)
6) горный хрустальἡ λ. ἥ διαφανής, ἀφ΄ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. — прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т.е. зажигательное стекло
7) игральный камешек Theocr.8) мед. мочевой камень Arst.9) (тж. λ. τίμιος NT.) драгоценный каменьσμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος
10) надгробный камень Anth.11) pl. каменистая местность Xen.12) каменная скрижаль -
8 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
-
9 204
{прил., 2}краеугольный (краеугольным называется большой камень, положенный в углу основания и играющий важнейшую роль в поддержании всего строения).Ссылки: Еф. 2:20; 1Пет. 2:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 204
См. также в других словарях:
ακρογωνιαίος — ακρογωνιαίος, α, ο και ακρόγωνος, η, ο 1. η πέτρα που βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται δυο πλευρές της οικοδομής, το αγκωνάρι: Οι ακρογωνιαίες πέτρες ήταν διαλεγμένες μία μία. 2. βασικός, θεμελιώδης: Ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρογωνιαῖος — at the extreme angle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρογωνιαίος — α, ο (Α ἀκρογωνιαῑος, α, ον, Μ και ἀκρόγωνος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές 2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος» α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου β) στήριγμα, βάση … Dictionary of Greek
ἀκρογωνιαῖον — ἀκρογωνιαῖος at the extreme angle masc acc sg ἀκρογωνιαῖος at the extreme angle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
краеугольный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἀκρογωνιαῖος) находящийся на краю угла или… … Словарь церковнославянского языка
αγκωνίτης — ο [αγκώνας] 1. ο αγκώνας τού χεριού 2. ο ακρογωνιαίος λίθος ενός οικοδομήματος … Dictionary of Greek
ακρόγωνος — ἀκρόγωνος, ον (AM) ο ακρογωνιαίος … Dictionary of Greek
ακρόλιθος — ο (Α ἀκρόλιθος, ον) (κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθος ο ακρογωνιαίος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λίθος] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους … Dictionary of Greek