Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπόλιθος

См. также в других словарях:

  • ὑπόλιθος — stony masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόλιθος — ον, Α (για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά λιθος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόλιθον — ὑπόλιθος stony masc/fem acc sg ὑπόλιθος stony neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολίθῳ — ὑπόλιθος stony masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»