Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὠνή

См. также в других словарях:

  • ὠνή — buying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῇ — ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ὠνῆι — ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠναῖς — ὠνή buying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠναί — ὠνή buying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνήν — ὠνή buying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῶν — ὠνή buying fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνικός — ή, όν, ΜΑ [ὠνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωνή, στην αγορά, ή ο κατάλληλος για αγορά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνικόν ωνή, αγορά …   Dictionary of Greek

  • ιονόνη — ἡ χημ. συνοπτική ονομασία ισομερών κετονών που περιγράφονται από τον μοριακό τύπο C13H20O. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionone < ion (πρβλ. ἴον) + κατάλ. one (πρβλ. αρχ. ελλ. κατάλ. ώνη, όπως στο ανεμ ώνη) χαρακτηριστική τής χημικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»