Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κεχρημένος

См. также в других словарях:

  • κεχρημένος — χράω 2 proclaim perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • Энармоника — (энармон) (греч. [γένος] ἐναρμόνιον, ἁρμονία; лат. enarmonium, [genus] enarmonicum, harmonia), также энгармоника[1][2][3], энгармонический род мелоса в древнегреческой музыке. Главный, легко улавливаемый на слух признак энармоники наличие… …   Википедия

  • κεχρημένως — (Α) επίρρ. ενδεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. τού παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» τού χρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • πίλεος — ὁ, Α ο πίλος, το κάλυμμα τής κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»