-
1 πρῆσις
-
2 πρῆσις [2]
-
3 πρῆσις
πρῆσις, ἡ, das Entzünden, auch Anschwellen -
4 ἔμ-πρησις
-
5 ἔκ-πρησις
ἔκ-πρησις, ἡ, das Anzünden, Verbrennen, Plut. Lys. 12.
-
6 πρᾶσις
πρᾶσις, ἡ, ion. πρῆσις, das Verkaufen; ὠνὴν ἔϑου καὶ πρᾶσιν, Soph. frg. 756; Her. 1, 153. 4, 17; τῶν σιτίων καὶ ποτῶν, Plat. Soph. 224 a u. öfter; Ggstz ὠνή, ibd. 223 d; πρᾶσιν ποιεῖσϑαι, verkaufen, Legg. VIII, 849 b, wie Aesch.. 1, 115; πρᾶσιν αἰτεῖσϑαι, von Sklaven gesagt, die verkauft zu werden verlangen, Plut. Thes. 36; Luc. D. D. 27, 2.
-
7 ἔκπρησις
ἔκ-πρησις, ἡ, das Anzünden, Verbrennen -
8 ἔμπρησις
ἔμ-πρησις, ἡ, u. ἐμ-πρησμός, ὁ, das Anzünden, Verbrennen
См. также в других словарях:
πρήσις — (I) ἡ, Α ιων. τ. βλ. πρᾱσις. (II) ιος, ἡ, Α 1. πρήξιμο, φούσκωμα 2. εξόγκωση («πρῆσις τραχήλου [ὑπὸ τῆς γυμναστικῆς]», Αρετ.) 3. φλεγμονή, φλόγωση («πρῆσις ὀφθαλμῶν», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ. σις… … Dictionary of Greek
πρῆσις — πρᾶσις sale fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόπρησις — κενόπρησις, ἡ (Α) ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πρῆσις … Dictionary of Greek
πράσις — εως, και ιων. τ. πρῆσις, ιος, ΝΑ φρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει» (αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου… … Dictionary of Greek
σφυροπρησιπύρα — ἡ, Α (για την ποδάγρα) αυτή που καίει τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + πρησιπύρα (τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) < πρῆσις (< πίμπρημι «καίω») + πῦρ, πυρός] … Dictionary of Greek
ՈՒՌՈՒՑՈՒՄՆ — (ցման.) NBH 2 0555 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c գ. πρῆσις inflatio ὅγκος tumor, fastus. Ուռնուլն. այտնուլն. եւ Փքացումն. խանչումն. *Ի տալ տեառն զորովայն քո յուռուցումն. Թուոց. ՟Ե. 21: *Տիկ գործեալ (զմորթն) ուռուցմամբ. Խոր. ՟Գ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)