Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠγή

См. также в других словарях:

  • ωγή — ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «κώμη» β) «φάλαγγος τὸ ἔσχατον καὶ τὸ ἄκρον» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «διάφραξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λακων. ὠβά*, με αντιπροσώπευση τού F ως γ ] …   Dictionary of Greek

  • ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»