-
1 λάλημα
λάλημα, τό, das Geschwätz, Mosch. 3, 8, u. Sp., auch = Geräusch, Eubul. Ath. VI, 229 a. – Als Schmähwort, der Schwätzer, οἴμ' ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ Soph. Ant. 320; von Frauen, Eur. Andr. 938, im plur.
-
2 λαλημα
-
3 λάλημα
λάλημαtalk: neut nom /voc /acc sg -
4 λάλημα
λάλημα, τό, das Geschwätz, auch = Geräusch. Als Schmähwort, der Schwätzer; von Frauen -
5 λάλημα
τό1) разговор; болтовня; 2) щебетание, пение (птиц); 3) звук, звучание (муз. инструмента); 4) πλ. см. λαλούμενα -
6 λάλημα
-ατος τό N 3 0-1-2-0-1=4 1 Kgs 9,7; Ez 23,10; 36,3; TobS 3,4 -
7 λάλημα
A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8. -
8 περι-λάλημα
περι-λάλημα, τό, Gegenstand des Geschwätzes, Nicet.
-
9 λαλημάτων
λάλημαtalk: neut gen pl -
10 λαλήμασι
λάλημαtalk: neut dat pl -
11 λαλήματα
λάλημαtalk: neut nom /voc /acc pl -
12 λαλήματι
λάλημαtalk: neut dat sg -
13 λαλήματος
λάλημαtalk: neut gen sg -
14 петух
-а α.1. πετεινός, κόκορας. || το αρσενικό μερικών ορνιθοειδών.2. μτφ. καυγατζής, παλικαράς, νταής.3. το λάλημα των κοκοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)•сидеть до -ов κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια•
проговорить до вторых -ов κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)•
первые -и πρώτο λάλημα των κοκόριων•
вторые -и το δεύτερο (πρωινό) λάλημα των κοκόριων•
вставать с -ами σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων).
εκφρ.пустить (красного) -а – πυρπολώ•пустить -а – κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνια, φαλτσάρω. -
15 ἐκ-φύω
ἐκ-φύω (s. φύω), (aus Etwas) erzeugen; τίς δέ μ' ἐκφύει βροτῶν; Soph. O. R. 437; ὃς ἐξέφυσε κἀξέϑρεψέ με 827; oft, wie Eur.; von der Frau, παῖδας ἐξέφυσέ μοι Soph. O. C. 988, wie Eur. M, d. 1059; ἡ γῆ ἐκφύει πάντα, herauswachsen lassen, Arist. mund. 4; τὰ κέρατα H. A. 9, 5; a. Sp. Im med. mit perf. u. aor. II. act., aus Etwas entstehen, hervorwachsen; κεφαλαὶ τρεῖς ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυῖαι Il. 11, 40; ἐλευϑέρου μὲν ἐξέφυν πατρός Soph. Ai. 482; μητρὸς ἐξέφυς Κρήσσης 1274; Eur. öfter; ὡς λάλημα δεινὸν ἐκπεφυκὸς εἶ, du zeigst dich als einen Schwätzer, Soph. Ant. 320; τὸ ἐντὸς ἐκπεφυκὸς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὀστοῠν Arist. H. A. 3, 9; Sp.; οὐδ' εἰ μήπω ἐκφύοι (τὸ σπέρμα), aufgehen, Dem. 24, 154.
-
16 εκφυω
1) (по)рождать, производить на свет(παῖδές τινι Soph.; Ἀγαμέμνονα Ἀερόπης λέκτρων ἄπο Eur.; ἥ γῆ ἐκφύουσα πάντα Arst.; πλῆθος μυῶν Plut.)
2) выращивать(τὰ κέρατα Arst.)
3) med.-pass. (aor. 2 ἐξέφῡν, pf. ἐκπέφῡκα - эп. ἐκπέφυα) досл. вырастать, перен. рождаться(ἐλευθέρου πατρός Soph.)
γῆς ἐκπεφυκέναι μητρός Eur. — родиться от матери-земли;τὰ ἐκφυόμενα Arst. — растения;λάλημα ἐκπεφυκός Soph. — прирожденный болтун -
17 пение
пени||ес τό τραγούδι, ἡ ὠδή / τό κε-λαδημα (птиц); хоровое \пение τραγούδι χορωδίας· урок \пениея μάθημα ὠδικής· \пение петуха τό λάλημα τοῦ πετεινού. -
18 λαλιά
-
19 crow
-
20 третий
-ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).1. τρίτος•третий год τρίτος χρόνος•
третий урок τρίτο μάθημα.
2. άσχετος με ένα ζήτημα•решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.
|| κατώτερος•чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.
ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.3. (παρνθ. λ.) τρίτον.4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•две -ьих τα δύο τρίτα.
εκφρ.- ье отделение – παλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•- ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•- ья скорость – τρίτη ταχύτητα•- ьего дня – προχτές•- ьей руки – μέτριος•в -ьем году – προπέρυσι•в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•из -ьих рук ή уст (узнать, услышать – κ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λάλημα — talk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… … Dictionary of Greek
λάλημα — το ατος,φωνή, κελάδημα, ήχος μουσικού οργάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλημάτων — λάλημα talk neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήμασι — λάλημα talk neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματα — λάλημα talk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματι — λάλημα talk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματος — λάλημα talk neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου … Dictionary of Greek
έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] … Dictionary of Greek
αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek