-
1 λαλόεις
-
2 λαλοεις
-
3 λαλόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαλόεις
-
4 λαλόεσσα
λαλόειςfem nom /voc sg -
5 λαλέω
Grammatical information: v.Meaning: `talk, chat, prattle' (Att.), ` speak' (Arist., hell.), NGr. also ` drive' of cattle etc., prop. ` induce to go'.Other forms: aor. λαλῆσαι.Derivatives: As backformations: 1. λάλος ` chattering' (Att.) with λαλίσ-τερος, - τατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11), also κατάλαλος from κατα-λαλέω; poet. transformations λαλιός, λαλοεις `id.' (AP); 2. λάλη f. ` chatter' ( Com. Adesp., Luc.). - Further: 1. λαλιά (also with κατα-, συν- from κατα-λαλέω) `chatter, talk' (Att., hell.), or connected with λάλος (cf. Scheller Oxytonierung 80f., Schwyzer 469). 2. λάλημα, λάλησις `id.' (Att.). 3. λαλητός ` able to speak' (LXX), περιλάλητος ` much discussed' (Agath.); λαλητικός `chattering' (Ar.). 4. λαλητρίς f. ` chattr-ess' (AP), λάληθρος ` tweddler' (Lyc., AP; cf. στωμύληθρος and Chantraine Form. 372f.). - 5. With γ-suffix (cf. σμαραγέω, οἰμώζω, - ωγή etc.; Schwyzer 496, Chantraine 401): λαλαγέω of unarticulated sounds `babble, chirrup, chirp' (Pi., Theoc., AP), also λαλάζω, - άξαι `id.' (Anacr., H.); here λαλαγ-ή, - ημα, - ητής (Opp., AP, H.); λάλαγες χλωροὶ βάτραχοι... οἱ δε ὀρνέου εἶδός φασι H. - Also with geminate: λάλλαι pl. f. `pebbles' (Theoc., H., EM).Etymology: Ending as in σμαραγέω, κελαδέω, βομβέω and other sound-verbs (cf. Schwyzer 726 n. 5). - Onomatopoetic elementary creation like e. g. Lat. lallāre, Lith. lalúoti 'Germ. lallen'; WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lallō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lalė́ti.Page in Frisk: 2,76-77Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαλέω
См. также в других словарях:
λαλόεις — λαλόεις, εσσα, εν (Α) (ποιητ. τ.) βλ. λάλος … Dictionary of Greek
λαλόεσσα — λαλόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… … Dictionary of Greek
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek