Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὔμοι

  • 1 ύμοι

    ὔμοι
    at the same place: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ύμοι

  • 2 ὔμοι

    ὔμοι
    at the same place: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ὔμοι

  • 3 ὔμοι

    ὔμοι, Adv., [dialect] Aeol. for ὁμοῦ, Sapph.Supp.23.13, Epigr.Gr.988.3 ([place name] Balbilla). [full] ὔμοιος, α, ον, [dialect] Aeol. for ὅμοιος (q.v.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὔμοι

  • 4 ὁμοῦ

    ὁμοῦ ([dialect] Aeol. [full] ὔμοι Sapph.Supp.23.13), Adv.,
    I prop. of Place, at the same place, together,

    μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ', Ἀχιλλεῦ, ἀλλ' ὁ. Il.23.84

    ; ὁ. εἶναι, opp. χωρὶς εἶναι, X.Cyr.6.1.7, etc.;

    ὁ. πάντες ἀναμεμιγμένοι S.El. 715

    , etc.
    2 generally, together, at once,

    ὁ. δ' ἔχον ὠκέας ἵππους Il.11.127

    ;

    ἄμφω ὁ. Od.12.424

    ;

    παρῆν ὁ. κλύειν πολλὴν βοήν A.Pers. 401

    ;

    χρόνος καθαιρεῖ πάντα.. ὁ. Id.Eu. 286

    ;

    δυοῖν ὁ. S.OC 329

    ;

    εἰ γὰρ Αἰγίσθῳ θ' ὁ.

    likewise,

    Id.El. 1416

    : freq. accompanying two Substs. already connected by καί or τε, like Engl. both,

    εἰ δὴ ὁ. πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς Il.1.61

    ;

    ὁ. γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα 4.122

    ; χίλι' ὑπέστη, αἶγας ὁ. καὶ ὄϊς a thousand smaller cattle, both goats and sheep, 11.245 ;

    θυμὸς τείρεθ' ὁ. καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ 17.745

    , etc.;

    ἐπήγαγε λιμὸν ὁ. καὶ λοιμόν Hes. Op. 243

    ;

    ἐφόνευον ἄνδρας ὁ. καὶ ἵππους X.Cyr.3.3.64

    ;

    οἴκτειρε θῆλυν ἄρσενός θ' ὁ. γόον A.Ch. 502

    ;

    πόλιν τε κἀμὲ καί σ' ὁ. στένει S.OT64

    , cf. El. 667, Aj. 1079 ;

    ὁ. ταράττων τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν Ar.Eq. 431

    ;

    ἱππέας τε καὶ ὁπλίτας ὁ. Th.7.30

    , etc.: repeated,

    ὁ. μὲν.., ὁ. δέ.. S.OT4

    ; cf. ὁμῶς.
    3 c. dat., together with, along with,

    ὁ. νεφέεσσιν ἰών Il.5.867

    ;

    κεῖσθαι ὁ. νεκύεσσι 15.118

    ;

    ὁ. τῇ λίμνῃ Hdt.2.101

    ;

    οἰμωγὴ.. ὁ. κωκύμασιν A.Pers. 426

    : also with ὁμοῦ following the dat.,

    ὅσσαι μοι ὁ. τράφεν Od.4.723

    ; θεοῖς ὁ., = ξὺν θεοῖς, S.Aj. 767 ; οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁ. will never meet them, Id.OT 1007 ;

    τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν ὁ. Id.Tr. 1237

    , cf. OT 337, OC 949, E.Hel. 104.
    II close at hand,

    ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁ. S.Ant. 1180

    , cf. Ar.Eq. 245, Pax 513, Th. 572, X.Cyr.3.1.2 : also c. dat., close to,

    τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁ. κλιθεῖσαν S.Tr. 1225

    , cf. X.HG3.2.5, Pl.Thg. 129d ; ὁ. τι τῷ (v.l. τοῦ)

    τίκτειν παρεγένεθ' ἡ κόρη Men.851

    , cf.

    ὁ. τι τῷ τίκτειν D.H.1.78

    ; ὁ. τῷ θανάτῳ ὄντας at death's door, Ael.NA4.36 ; ὁ. ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως it was much the same thing, Him.Or.2.16.
    2 rarely c. gen.,

    νεὼς ὁ. στείχειν S.Ph. 1218

    ; εἶναι ὁ. ἀλλήλων (v.l. -οις) X.An.4.6.24 ;

    τόπου CPR4.34

    (i A.D.); κυμάτω [ν ὁ] μοῦ dub. in Archil.Supp.2.11.
    3 of amount, in all, in round numbers,

    ἀπὸ Σόλωνος ὁ. διακόσι' ἐστὶν ἔτη D.19.251

    ;

    εἰσὶν ὁ. δισμύριοι Id.25.51

    , cf. 36.36, Men.140 ;

    γίνονται ὁ πυροῦ ἀρτάβαι λ' CPR35.12

    (iii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοῦ

См. также в других словарях:

  • ὔμοι — at the same place indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύμοι — Α επίρρ. (αιολ. τ.) βλ. ομού …   Dictionary of Greek

  • ομή — ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) [ομός] επίρρ. ομού, μαζί …   Dictionary of Greek

  • ομού — (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι) επίρρ. 1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ) 2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.) αρχ. 1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»