-
1 ὕψι
ὕψι, adv., hoch, sowohl in der Höhe, als in die Höhe; ὕψι ἀναϑρώσκων Il. 13, 140; ὕψι βιβάντα 371; Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν 20, 155; auf hohem Meere, 14, 77. – Compar. ὑψίων, ὑψίτερος, superl. ὕψιστος s. besonders.
-
2 υψι
adv.1) вверх, кверху(ἀναθρῴσκειν Hom.)
2) вверху, в вышинеΖεὺς ἥμενος ὕ. Hom. — в вышине восседающий Зевс;
ἀπὸ νεῶν ὕ. Hom. — с высоты кораблей;ὕ. ἐν νεφέεσσι Hes. — высоко в облаках3) высокомерно, гордоὕ. βιβάς Hom. — гордо шествующий
4) в открытом мореὕ. ἐπ΄ εὐνάων ὁρμίζειν Hom. — становиться на якорь в открытом море
-
3 ύψι
-
4 ὕψι
-
5 ὕψι
ὕψῐ, Adv.A on high, aloft,ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; ὕ. βιβάς ib. 371;Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155
, cf. Od.16.264;ἴρηξ.. ἀηδόνα.. ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op. 204
; ἐμάχοντο.. ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387;ὕ... ἀέλλη σκίδνατο 16.374
;ὕ... ὁρμίσσομεν
out at sea,14.77
. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.) -
6 ὕψι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὕψι
-
7 ὕψι
ὕψι, hoch, sowohl in der Höhe, als in die Höhe; auf hohem Meere -
8 ὑψι-πότητος
ὑψι-πότητος, = ὑψιπέτης, hochfliegend, Nonn. 5, 295.
-
9 ὑψι-πόδης
-
10 ὑψι-πετής
ὑψι-πετής, ές, aus der Höhe od. vom Himmel gefallen.
-
11 ὑψι-πετήεις
ὑψι-πετήεις, ήεσσα, ῆεν, poet. statt ὑψιπέτης; Il. 22, 308 Od. 24, 538; Matro bei Ath. IV, 136 b scheint ὑψιπετήεις mit κίχλας verbunden zu haben, als acc. plur.
-
12 ὑψι-παγής
-
13 ὑψι-πέταλος
ὑψι-πέταλος, hochblätterig, hochbelaubt, Polyzel. bei Ath. VII, 370.
-
14 ὑψι-πέτης
ὑψι-πέτης, ὁ, der hochfliegende; αἰετός Il. 12, 201. 219. 13, 822 Od. 20, 243, wie Soph. frg. 423; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pind. P. 3, 105; sp. D., wie Antp. Sid. 105 (VII, 172); weil sich auch ὑψιπετήεις findet, betrachteten einige Gramm. ὑψιπετής als hieraus zusammengezogen u. accentuirten ὑψιπετῆς, vgl. Hdn. bei Schol. Il. 12, 201 u. E. M. 786, 8.
-
15 ὑψι-πέτηλος
ὑψι-πέτηλος, ion. u. ep. = ὑψιπέταλος, hoch belaubt, δένδρεον Il. 13, 437 Od. 4, 458. 11, 588.
-
16 ὑψι-ρεφής
-
17 ὑψι-τενέω
ὑψι-τενέω, hohe Gesinnung haben, Theoctist. gnom. 21 (hinter Stob. flor.).
-
18 ὑψι-τενής
-
19 ὑψι-τένων
-
20 ὑψι-τέλεστος
ὑψι-τέλεστος, in das Höchste eingeweiht, Nonn.
См. также в других словарях:
ὕψι — on high indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek
ὕψιν — ὕψι on high nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
upo, up, eup, (e)up-s- — upo, up, eup, (e)up s English meaning: under, from under, etc.. Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran” Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… … Proto-Indo-European etymological dictionary
высокий — высок, высока, высоко, сравн. ст. выше, сюда же высь ж.; ср. укр. високий, др. русск., ст. слав. высокъ ὑψηλός (Супр.), болг. висок, више, сербохорв. вѝсо̄к, ви̏ше, словен. visòk, vîše, чеш. vysoky, vyše, слвц. vysoky, польск. wysoki, в. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Hypsibema — Temporal range: Late Cretaceous Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum: Chordata Class … Wikipedia
Гипсилофодон — †Гипсилофодон Hypsilophodon foxii рисунок карандашом … Википедия
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek
δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] … Dictionary of Greek