-
101 ὑψίγονος
ὑψῐ-γονος, ον,A produced on high, Nonn.D.27.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίγονος
-
102 ὑψίγυιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίγυιος
-
103 ὑψιδαίδαλτος
ὑψῐ-δαίδαλτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιδαίδαλτος
-
104 ὑψίδειρος
ὑψῐ-δειρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίδειρος
-
105 ὑψίδομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίδομος
-
106 ὑψίζυγος
ὑψῐ-ζῠγος, ον, prop. of a rower,A sitting high on the benches: metaph. of Zeus, high-throned, Il.4.166, 7.69, al., Hes. Op. 18, B.10.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίζυγος
-
107 ὑψίζωνος
ὑψῐ-ζωνος, ον,A high-girded, f.l. for Ὑψιζώρου, pr. n., Call.Fr.19.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίζωνος
-
108 ὑψίθρονος
ὑψῐ-θρονος, ον,A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίθρονος
-
109 ὑψικάρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικάρηνος
-
110 ὑψικέλευθος
ὑψῐ-κέλευθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικέλευθος
-
111 ὑψικέρατα
A v. ὑψίκερως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικέρατα
-
112 ὑψικέρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικέρης
-
113 ὑψικέρως
A high-horned,ἔλαφος Od.10.158
;ὑψίκερω.. φάσμα ταύρου S. Tr. 507
(lyr.): metaplast. acc., ὑψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pi.Fr. 325: acc. fem.,ὑψικέραν βοῦν B.15.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικέρως
-
114 ὑψικόλωνος
ὑψῐ-κόλωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικόλωνος
-
115 ὑψίκομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίκομος
-
116 ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψῐ-κρᾰν[ά]εσσα [νᾰ], fem. Adj.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικραν[ά]εσσα
-
117 ὑψικρατέω
A rule aloft or on high, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικρατέω
-
118 ὑψικρεμής
ὑψῐ-κρεμής, ές,A suspended on high, Opp.C.4.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικρεμής
-
119 ὑψίκρημνος
ὑψῐ-κρημνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίκρημνος
-
120 ὑψίκροτος
ὑψῐ-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίκροτος
См. также в других словарях:
ὕψι — on high indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek
ὕψιν — ὕψι on high nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
upo, up, eup, (e)up-s- — upo, up, eup, (e)up s English meaning: under, from under, etc.. Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran” Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… … Proto-Indo-European etymological dictionary
высокий — высок, высока, высоко, сравн. ст. выше, сюда же высь ж.; ср. укр. високий, др. русск., ст. слав. высокъ ὑψηλός (Супр.), болг. висок, више, сербохорв. вѝсо̄к, ви̏ше, словен. visòk, vîše, чеш. vysoky, vyše, слвц. vysoky, польск. wysoki, в. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Hypsibema — Temporal range: Late Cretaceous Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum: Chordata Class … Wikipedia
Гипсилофодон — †Гипсилофодон Hypsilophodon foxii рисунок карандашом … Википедия
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek
δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] … Dictionary of Greek