Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑψι-τένων

См. также в других словарях:

  • μακροτένων — μακροτένων, οντος, ὁ (Α) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση ή διάρκεια, μακρύς, σχοινοτενής, διεξοδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + τένων (< τείνω), πρβλ. υψι τένων, χειλο τένων] …   Dictionary of Greek

  • υψιτένων — οντος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει ισχυρούς τένοντες στον τράχηλο και τον αυχένα («ὑψιτένων ταῡρος», Ψ Φωκυλ.) 2. μτφ. κομπορρήμων, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + τένων* (< τείνω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»