-
1 ὑψι-τένων
-
2 ὑψιτένων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιτένων
-
3 ὑψιτένων
ὑψι-τένων, οντος, ὁ, mit hochgespannten, starken Sehnen an Hals u. Nacken
См. также в других словарях:
μακροτένων — μακροτένων, οντος, ὁ (Α) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση ή διάρκεια, μακρύς, σχοινοτενής, διεξοδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + τένων (< τείνω), πρβλ. υψι τένων, χειλο τένων] … Dictionary of Greek
υψιτένων — οντος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει ισχυρούς τένοντες στον τράχηλο και τον αυχένα («ὑψιτένων ταῡρος», Ψ Φωκυλ.) 2. μτφ. κομπορρήμων, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + τένων* (< τείνω)] … Dictionary of Greek