-
1 ὑψι-τέλεστος
ὑψι-τέλεστος, in das Höchste eingeweiht, Nonn.
-
2 ὑψιτέλεστος
ὑψῐ-τέλεστος, ον, prob.A f. l. for ὀψιτέλεστος, late-finished, φάος (of the moon born after the sun) Nonn.D.41.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιτέλεστος
-
3 ὑψιτέλεστος
См. также в других словарях:
υψιτέλεστος — ον, ΜΑ αυτός που τελείται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τελεστός (< τελῶ), πρβλ. ἀρτι τέλεστος] … Dictionary of Greek