-
1 ὑψι-τενής
-
2 ὑψιτενής
ὑψῐ-τενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιτενής
-
3 ὑψιτενής
ὑψι-τενής, ές, hochgespannt, übh. erhaben
См. также в других словарях:
υψιτενής — ές / ὑψιτενής, ές, ΝΜ αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός. επίρρ... υψιτενώς Ν κατά τρόπο υψιτενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + τενής (< τείνω), πρβλ. πολυ τενής] … Dictionary of Greek