-
1 ὑπο-φαίνω
ὑπο-φαίνω (s. φαίνω), 1) darunter zeigen, sichtbar machen, ϑρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, er holte den Fußschemel unter dem Tische hervor und zeigte ihn, Od. 17, 409; – Etwas dabei zeigen, merken lassen, ἐλπίδα μικράν Dem. 19, 123; πρᾳότητα καὶ βάϑος ὑπέφαινε ἐλευϑέριον Pol. 27, 10, 3. – 2) Pass. sich darunter, dabei sehen lassen, erscheinen, auch sich heimlich, allmälig zeigen, ὑποφαινεται ἡμέρα, ἔαρ, der Tag, der Frühling bricht allmälig an, Xen. Hell. 5, 3,1; ὑπὸ τὰς πύλας ἵππων τε πόδες πολλοὶ καὶ ἀνϑρώπων υποφαίνονται Thuc. 5, 10; – πιστότερα ὑποφαίνοιτο Lys. 13, 19; ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. 4, 93; – so auch das act. intr., ὁρῶν ἐλπίδας ὑποφαινούσας Din. 1, 21, wo früher ὑποβαινούσας stand; δηλοῖ σχεδὸν καὶ τὰ νῠν ὑποφαίνοντα Plat. Soph. 245 e; ἤδη γὰρ ὑπέφαινέ τι τῆς ὴμέρας Prot. 312 a, wie Xen. Cyr. 4, 5,14 An. 3, 2,1 u. öfter; Pol. 1, 53, 5 u. Sp.
-
2 προ-ϋπο-φαίνω
προ-ϋπο-φαίνω (s. φαίνω), vorher anzeigen, τὸ δαιμόνιον προϋπέφαινε τὴν τελευτήν, Plut. de gen. Socr. 13.
-
3 παρ-υπο-φαίνω
παρ-υπο-φαίνω, dabei, zugleich zeigen, Sp.
-
4 καθ-υπο-φαίνω
καθ-υπο-φαίνω, = ὑποφαίνω, Eust.
-
5 ὑποφαίνω
ὑπο - φαίνω, aor. 1 ὑπέφηνε: bring into view from under; θρῆνυν τραπέζης, Od. 17.409†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποφαίνω
-
6 ὑποφαίνω
ὑπο-φαίνω, (1) darunter zeigen, sichtbar machen; ϑρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, er holte den Fußschemel unter dem Tische hervor und zeigte ihn; etwas dabei zeigen, merken lassen; (2) Pass. sich darunter, dabei sehen lassen, erscheinen, auch sich heimlich, allmählich zeigen; ὑποφαινεται ἡμέρα, ἔαρ, der Tag, der Frühling bricht allmählich an -
7 υποφαινω
1) показывать снизу (внизу) или мельком(τι Arst.; ὑπὸ τὰς πύλας ὑποφαίνεσθαι Thuc.)
ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. — так как не было, казалось, никакой надежды на спасение2) выказывать, обнаруживать, проявлять(μικρὰν ἐλπίδα Dem.; πρᾳότητα Polyb., Plut.)
ἅμα τῷ ἦρι ὑποφαινομένῳ Xen. — с наступлением ранней весны3) показываться, обнаруживатьсяτὰ νῦν ὑποφαίνοντα Plat. — то, что теперь обнаруживается;
ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινε Xen. — начинало светать4) вынимать снизу -
8 παρυποφαίνω
παρ-υπο-φαίνω, dabei, zugleich zeigen -
9 προϋποφαίνω
-
10 φανος
I3[φαίνω]1) светлый, яркий(πῦρ Plat.)
2) белоснежный, чистый(χλαῖνα Arph.)
3) безмятежный, радостный(εὐφροσύναι Aesch.; βίος Plat.)
4) прославленный, знаменитый(ἐλλόγιμος καὴ φ. Plat.)
IIὅ факел, светоч Arph., Anth.ὑπὸ φανοῦ Xen. — при свете факела
-
11 φάσις
A denunciation, information laid, , cf. Lys.Fr. 209 S., Din.Fr.89.36, D.25.78, Lex ap.eund.35.51;ἡ περὶ τὸ πλοῖον φ. Id.58.5
, cf. SIG695.83 (Magn.Mae., ii B. C.).II ([etym.] φαίνομαι) appearance, of stars, Ti.Locr.97 b, Arist.Mete. 342b34, Nic.Th. 122, Phld.D.3.10, etc.: special uses,a πρὸς τὸν ὁρίζοντα φ. appearance above the horizon, opp. ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα κρύψις, Gem.13.2.b heliacal rising, opp. κρύψις, φ. ἑῷαι, ἑσπέριαι, Ptol. Tetr.99, cf. Alm.8.6, al.c including the previous signf. and κρύψεις, Id.Phas.p.3 H., al. (pl.), Vett.Val. 241.30 (pl.).------------------------------------II statement, proposition, comprehending both κατάφασις and ἀπόφασις ( affirmation and denial), these being αἱ ἀντικείμεναι φ., ib. 21b18, Metaph. 1011b14, 1062a6;ἀναπόδεικτοι φ. Id.EN 1143b12
: opp. ζήτησις, ib. 1142b14.3 mere assertion, without proof, PCair.Zen.620.20 (iii B.C.), Hipparch 2.2.23, Phld.Rh.2.296 S.: pl., Mitteis Chr. 31 ix 8 (ii B.C.), Hipparch.1.1.9, Phld.Mus.p.77 K.4 judgement, sentence, Greg.Cor. in Hermog. in Rh.7(2).1121 W.5 rumour, Act.Ap. 21.31; but, tidings,καλαὶ φ. POxy. 805
(i B. C.); πέμψον μοι τὴν φ. send me word, ib. 2149.17 (ii/iii A.D.), cf. 293.4,8 (i A.D.), 530.30 (ii A. D.).6 in Music, dub. sens., ἐνῆς ( = ἐνῆν)ἐν τῷ μέλει πολλὰ φ. IG7.1818.7
(Thespiae, iii B. C.). -
12 δρά̄ω
δρά̄ωGrammatical information: v.Derivatives: δρᾶμα `action, spectacle, drama' (A.) with dimin. δραμάτιον (Plu.) and δραματικός `dramatic' (Arist.); with analog. σ (cf. δρηστήρ below) δρασμάτων πανουργημάτων H. and δρασματικός = δραστήριος (Cat. Cod. Astr.); lengthened form δραμοσύνη `holy service' (Attica IVa), beside δρησμοσύνη `id.' (h. Cer. 476) from *δρήσμων, cf. Chantr. Form. 174. - δρᾶσις `action, strength' (A. D.) with τὸ δράσιμον (A. Th. 554; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 78). - with analog. σ (Schwyzer 531): δρηστήρ, f. δρήστειρα (Od.), δρήστης, δράστης, δράστας (Archil., Pi.) `servant, -maid' (s. Fraenkel Nom. ag. 1, 167f.) with δραστήριος `active' (A.), δραστηριότης (Eust.) and δραστηριώδης (Gal.), δραστικός `active' (Pl.), δρηστοσύνη `obligingness' (ο 321); denomin. δρηστεύω `serve (with holy actions)' (Lesbos). - Desider. δρᾱσείω `want to do' (S.). - Beside δράω, after βαίνω, φαίνω etc. δραίνω `want to do, can do' (Κ 96, Herod.; Ionismus, Bechtel Lex., Chantraine Gramm. hom. 1, 343) with ὀλιγο-δρᾰνέων `who can do little' (Il.; from ὀλίγα δραίνειν to ὀλιγηπελέων, cf. Schwyzer 724, Chantraine Gramm. hom. 1, 349; also Bechtel Lex. s. ὀλιγοδρανέω, diff.), with ὀλιγοδρᾰνία (A.), ὀλιγοδρᾰνής (Ar.); innovation ἀδρᾰνής (LXX, Arr.) with ἀδράνεια (Hdn.), ἀδρανίη (A.R.), ἀδρανέω `not be active' (Arat.), ἀδρανίζω `id.' (sch.); retrograde δράνος ἔργον, πρᾶξις, ὄργανον, ἄγαλμα, κατασκεύασμα, δύναμις H. (and NGr. δράνα `tendril'?, Bogiatzides Άρχ. Έφ. 27, 115ff.), δρανεῖς δραστικοί H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: If δραίνω is younger, the root was δρᾱ- (cf. κρᾱ-, τλᾱ- etc.). Connection with Baltic, Lith. daraũ, darýti, Latv. darît `do, make, build' is quite uncertain (cf. Schwyzer 675). (On darýti Fraenkel Lit. et. Wb.: caus. of derù, derė́ti `be useful' further connecting Skt. dhár-ma-, dhāráyati `hold fest' etc. (?). - On δράω, δρᾶμα see Snell Philol. Suppl. 20: 1 (1928) 1ff. and Philol. 85, 141ff. - The general idea `do, make' is a late abstraction, which is why expressions for it diverge very much. Cf. πράττω, ποιέω, ἔρδω.Page in Frisk: 1,416-417Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρά̄ω
См. также в других словарях:
καθυποφαίνω — (Μ) επιτατ. τού υποφαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο φαίνω «δείχνω, φανερώνω»] … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
Θεοφάνια — Αρχαία θρησκευτική γιορτή που εορταζόταν στη Χίο και στους Δελφούς και ίσως σε άλλες ελληνικές πόλεις. Για τα δελφικά Θ. έχουμε μαρτυρίες του Ηρόδοτου από τις oποίες συνάγεται ότι τελούσαν τη γιορτή κατά τη γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα, όταν o… … Dictionary of Greek
σάφα — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα 2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.) 3. φρ. «σάφα λέγω» λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek