Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δρηστοσύνη

См. также в других словарях:

  • δρηστοσύνη — δρηστοσύνη, η (Α) περιποίηση, εξυπηρέτηση, διακονία …   Dictionary of Greek

  • δρηστοσύνη — service fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρηστοσύνῃ — δρηστοσύνη service fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρηστοσύνην — δρηστοσύνη service fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρηστοσύνῃσι — δρηστοσύνη service fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρησμοσύνη — δρησμοσύνη, η (Α) 1. η δρηστοσύνη 2. η δραπέτευση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»