Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπευθύνους

См. также в других словарях:

  • ὑπευθύνους — ὑπευθύ̱νους , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Massacre of the Acqui Division — Kefalonia. The Massacre of the Acqui Division (Italian: il massacro della divisione Acqui; Greek: Η Σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, Hi Sfagi tis Merarchias Akoui), also known as the Cephalonia Massacre (Italian: Eccidio di Cefalonia, Germa …   Wikipedia

  • въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • повиньныи — (138) пр. 1.Являющийся причиной чегол.: сь льстьць къ симъ. всего бл҃га и зъла. повиньна быти б҃а проповѣда. (αἴτιον) КЕ XII, 274б; манихеане… си равьнѹмощьнѹ. и противьновьрстѹ хѹлѧть б҃жства ово ѹбо свѣта. ово же тьмы повиньни сл҃нце и лѹнѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Бойня дивизии Акви — остров Кефалония. «Бойня дивизии Акви» (итал. il massacro della divisione Acqui; греч …   Википедия

  • STRATEGI — Graece Στρατηγοὶ, inter praecipuos Atheniensium Magistratus, numerô decem quotannis bello praeficiebantur, ut Grammatici docent ex Arisiotele et Hyperide. E singulis Tribubus unum fuisse creatos docere videtur in Cimone Plutarchus: Pollux vero l …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»