-
1 ομοτροφος
21) вместе воспитанный, вместе выросший(Ἄρτεμις ὁ. Ἀπόλλωνι и Ἀπόλλωνος HH.)
ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία Her. — домашние животные (у) людей2) имеющий те же привычки, ведущий такой же образ жизни Plut.3) (v. l. ὁμοτρόφος) равно всех питающий(πεδία Arph.)
-
2 ομότροφος
-
3 ὁμότροφος
-
4 ὁμότροφος
ὁμότροφος, -ον1 reared together with ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει, κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. ὁμότροπος) O. 13.7 -
5 ὁμότροφος
ὁμό-τροφος, gemeinschaftlich mit einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; von Zwillingsgeschwistern; übertr. auf den Geist. Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend -
6 ὁμότροφος
ὁμό-τροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότροφος
-
7 ὁμό-τροφος
ὁμό-τροφος, gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνϑρώποις ϑηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ φίλος ἦν ὁμότροφά ϑ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für ὁμότροφος τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).
-
8 ομότροφον
-
9 ὁμότροφον
-
10 ὁμο-τροφής
ὁμο-τροφής, ές, = ὁμότροφος (?).
-
11 ομοτροπος
-
12 ομοτρόφοις
-
13 ὁμοτρόφοις
-
14 ομοτρόφου
-
15 ὁμοτρόφου
-
16 ομοτρόφους
-
17 ὁμοτρόφους
-
18 ομοτρόφων
-
19 ὁμοτρόφων
-
20 ομότροφα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁμότροφος — reared masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότροφος — η, ο (Α ὁμότροφος, ον) 1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.) 2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
ὁμότροφον — ὁμότροφος reared masc/fem acc sg ὁμότροφος reared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτρόφοις — ὁμότροφος reared masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτρόφου — ὁμότροφος reared masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτρόφους — ὁμότροφος reared masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτρόφων — ὁμότροφος reared masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμότροφα — ὁμότροφος reared neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτροφία — ὁμοτροφία, ἡ (Α) [ομότροφος] το να είναι κάποιος ομότροφος, η κοινή ανατροφή, η συμβίωση … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek