-
1 ομοτρόφοις
-
2 ὁμοτρόφοις
См. также в других словарях:
ὁμοτρόφοις — ὁμότροφος reared masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ομοτρόφοις
2 ὁμοτρόφοις
ὁμοτρόφοις — ὁμότροφος reared masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)