-
1 ομότροφα
-
2 ὁμότροφα
-
3 ὁμό-τροφος
ὁμό-τροφος, gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνϑρώποις ϑηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ φίλος ἦν ὁμότροφά ϑ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für ὁμότροφος τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).
-
4 ομοτροφος
21) вместе воспитанный, вместе выросший(Ἄρτεμις ὁ. Ἀπόλλωνι и Ἀπόλλωνος HH.)
ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία Her. — домашние животные (у) людей2) имеющий те же привычки, ведущий такой же образ жизни Plut.3) (v. l. ὁμοτρόφος) равно всех питающий(πεδία Arph.)
См. также в других словарях:
ὁμότροφα — ὁμότροφος reared neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότροφος — η, ο (Α ὁμότροφος, ον) 1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.) 2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek